ξενοδόχος: Difference between revisions

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (ΑΜ [[ξενοδόχος]])<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) [[ιδιοκτήτης]] ή [[διευθυντής]] ξενοδοχείου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιποιείται τους ξένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεκρο</i>-<i>δόχος</i>].
|mltxt=ο, η (ΑΜ [[ξενοδόχος]])<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) [[ιδιοκτήτης]] ή [[διευθυντής]] ξενοδοχείου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιποιείται τους ξένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[νεκροδόχος]]].
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=καί [[ξενοδόκος]] Ἀπό τό [[ξένος]] + [[δέχομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> ξενοδοκῶ (=[[φιλοξενῶ]]), [[ξενοδοχεῖον]], [[ξενοδοχία]], [[ξενοδοχικός]], [[ξενοδόχημα]]. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό [[ρῆμα]] [[δέχομαι]], [[καθώς]] καί στή λέξη [[ξένος]].
|mantxt=καί [[ξενοδόκος]] Ἀπό τό [[ξένος]] + [[δέχομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> ξενοδοκῶ (=[[φιλοξενῶ]]), [[ξενοδοχεῖον]], [[ξενοδοχία]], [[ξενοδοχικός]], [[ξενοδόχημα]]. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό [[ρῆμα]] [[δέχομαι]], [[καθώς]] καί στή λέξη [[ξένος]].
}}
}}

Revision as of 10:30, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοδόχος Medium diacritics: ξενοδόχος Low diacritics: ξενοδόχος Capitals: ΞΕΝΟΔΟΧΟΣ
Transliteration A: xenodóchos Transliteration B: xenodochos Transliteration C: ksenodochos Beta Code: cenodo/xos

English (LSJ)

v. ξενοδόκος.

German (Pape)

[Seite 277] = ξενοδόκος, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui accueille les étrangers, hospitalier.
Étymologie: ξένος, δέχομαι.

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ ξενοδόχος)
(νεοελλ.-μσν.) ιδιοκτήτης ή διευθυντής ξενοδοχείου
αρχ.
αυτός που περιποιείται τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. νεκροδόχος].

Mantoulidis Etymological

καί ξενοδόκος Ἀπό τό ξένος + δέχομαι.
Παράγωγα: ξενοδοκῶ (=φιλοξενῶ), ξενοδοχεῖον, ξενοδοχία, ξενοδοχικός, ξενοδόχημα. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα δέχομαι, καθώς καί στή λέξη ξένος.