νομοκράτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νομοκράτης]], ὁ (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που εποπτεύει για την [[εφαρμογή]] τών νόμων, [[δικαστής]]<br /><b>2.</b> [[οπαδός]] πολιτικο-οικονομικού συστήματος του μεσαίωνα το οποίο απέβλεπε στην [[ενοποίηση]] του δικαίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κράτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρατώ]]), <b>πρβλ.</b> <i>τρομο</i>-<i>κράτης</i>].
|mltxt=[[νομοκράτης]], ὁ (Μ)<br /><b>1.</b> αυτός που εποπτεύει για την [[εφαρμογή]] τών νόμων, [[δικαστής]]<br /><b>2.</b> [[οπαδός]] πολιτικο-οικονομικού συστήματος του μεσαίωνα το οποίο απέβλεπε στην [[ενοποίηση]] του δικαίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κράτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρατώ]]), [[πρβλ]]. [[τρομοκράτης]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 10 May 2023

Greek Monolingual

νομοκράτης, ὁ (Μ)
1. αυτός που εποπτεύει για την εφαρμογή τών νόμων, δικαστής
2. οπαδός πολιτικο-οικονομικού συστήματος του μεσαίωνα το οποίο απέβλεπε στην ενοποίηση του δικαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -κράτης (< κρατώ), πρβλ. τρομοκράτης].