ομοταγής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ὁμοταγής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ταχθεί στην [[ίδια]] [[σειρά]] ή στην [[ίδια]] [[γραμμή]] με άλλον ή με άλλους<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στην [[ίδια]] [[τάξη]] με κάποιον<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που συντάσσεται με τον ίδιο τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁμοταγεῖς, οἱ ἐν τῷ αὐτῷ τάγματι». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοταγώς</i> (ΑΜ ὁμοταγῶς)<br /><b>1.</b> [[κατά]] την [[ίδια]] [[σειρά]] ή [[κατά]] την [[ίδια]] [[τάξη]]<br /><b>2.</b> [[κατά]] τρόπο ομοταγή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ταγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταγ</i>- του [[τάσσω]], <b>πρβλ.</b> παθ. αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>τάγ</i>-<i>ην</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μεσο</i>-<i>ταγής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ὁμοταγής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ταχθεί στην [[ίδια]] [[σειρά]] ή στην [[ίδια]] [[γραμμή]] με άλλον ή με άλλους<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στην [[ίδια]] [[τάξη]] με κάποιον<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που συντάσσεται με τον ίδιο τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁμοταγεῖς, οἱ ἐν τῷ αὐτῷ τάγματι». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοταγώς</i> (ΑΜ ὁμοταγῶς)<br /><b>1.</b> [[κατά]] την [[ίδια]] [[σειρά]] ή [[κατά]] την [[ίδια]] [[τάξη]]<br /><b>2.</b> [[κατά]] τρόπο ομοταγή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ταγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταγ</i>- του [[τάσσω]], <b>πρβλ.</b> παθ. αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>τάγ</i>-<i>ην</i>), [[πρβλ]]. [[μεσοταγής]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὁμοταγής, -ές)
1. αυτός που έχει ταχθεί στην ίδια σειρά ή στην ίδια γραμμή με άλλον ή με άλλους
2. αυτός που ανήκει στην ίδια τάξη με κάποιον
3. γραμμ. αυτός που συντάσσεται με τον ίδιο τρόπο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ὁμοταγεῖς, οἱ ἐν τῷ αὐτῷ τάγματι».
επίρρ...
ομοταγώς (ΑΜ ὁμοταγῶς)
1. κατά την ίδια σειρά ή κατά την ίδια τάξη
2. κατά τρόπο ομοταγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ταγής (< θ. ταγ- του τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. β' -τάγ-ην), πρβλ. μεσοταγής].