περιχανδής: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες, Α<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[χωρητικότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χανδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χανδάνω]] «[[χωρώ]], [[περιλαμβάνω]]»), | |mltxt=-ες, Α<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[χωρητικότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χανδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χανδάνω]] «[[χωρώ]], [[περιλαμβάνω]]»), [[πρβλ]]. [[ευχανδής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 10 May 2023
English (LSJ)
ές, capacious, χύτρος Nic.Fr.72.3.
German (Pape)
[Seite 600] ές, viel fassend, χύτρος, Nic. bei Ath. IX, 372 e.
Greek (Liddell-Scott)
περιχανδής: -ές, πολλὰ περιέχων, περιλαμβάνων, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 372Ε.
Greek Monolingual
-ες, Α
αυτός που έχει μεγάλη χωρητικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -χανδής (< χανδάνω «χωρώ, περιλαμβάνω»), πρβλ. ευχανδής].