Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλαστουργός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(32)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜ<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] ως [[προσωνυμία]] του θεού ως δημιουργού του σύμπαντος) ο [[πλάστης]]<br /><b>2.</b> αυτός που επινοεί ψέματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> <b>(ποιητ.)</b> [[δημιουργικός]] («την πλαστουργό του [[δύναμη]] και την [[αθανασία]]», Βαλαωρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλαστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>στιχ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=ο, ΝΜ<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] ως [[προσωνυμία]] του θεού ως δημιουργού του σύμπαντος) ο [[πλάστης]]<br /><b>2.</b> αυτός που επινοεί ψέματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> <b>(ποιητ.)</b> [[δημιουργικός]] («την πλαστουργό του [[δύναμη]] και την [[αθανασία]]», Βαλαωρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλαστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[στιχουργός]]].
}}
}}

Revision as of 11:16, 10 May 2023

German (Pape)

[Seite 626] bildend, erdichtend.

Greek (Liddell-Scott)

πλαστουργός: ὁ, (*ἔργω) πλάστης, δημιουργός, Συλλ. Ἐπιγρ. 8695· -ουργέω, πλάσσω, ποιῶ, δημιουργῶ, Ψευδο-Χρυσ. τ. 11, σ. 871, Νείλου Ἐπιστ. σ. 209. 18, κλ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
1. (ιδίως ως προσωνυμία του θεού ως δημιουργού του σύμπαντος) ο πλάστης
2. αυτός που επινοεί ψέματα
νεοελλ.
ως επίθ. (ποιητ.) δημιουργικός («την πλαστουργό του δύναμη και την αθανασία», Βαλαωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχουργός].