πορφυροβάφος: Difference between revisions
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
mNo edit summary |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[τεχνίτης]] της βαφής πορφυρών υφασμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαφή]] <span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]]), | |mltxt=ὁ, Α<br />[[τεχνίτης]] της βαφής πορφυρών υφασμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαφή]] <span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]]), [[πρβλ]]. [[υδροβάφος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 10 May 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, dyer of purple, Inscr. Delos 400.7 (ii B.C.), IGRom.4.816 (Hierapolis, πορφυραβάφος), Ath.13.604b.
German (Pape)
[Seite 686] ὁ, Purpurfärber; Ath. XIII, 604 b; Poll. 7, 169.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠροβάφος: ὁ βάπτων εἰς πορφυροῦν χρῶμα τὰ ὑφάσματα, Ἀθήν. 604Β.
Greek Monolingual
ὁ, Α
τεχνίτης της βαφής πορφυρών υφασμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -βάφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. υδροβάφος].