ποντογενής: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, θηλ. και [[ποντογένεια]], ποιητ. τ. θηλ. ποντογενείη, Α<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε στη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Ποντογένεια</i> και <i>Ποντογενείη</i><br />[[προσωνυμία]] της Αφροδίτης [[επειδή]] αναδύθηκε από τη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόντος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσο</i>-<i>γενής</i>].
|mltxt=-ές, θηλ. και [[ποντογένεια]], ποιητ. τ. θηλ. ποντογενείη, Α<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε στη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Ποντογένεια</i> και <i>Ποντογενείη</i><br />[[προσωνυμία]] της Αφροδίτης [[επειδή]] αναδύθηκε από τη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόντος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), [[πρβλ]]. [[θαλασσογενής]]].
}}
}}

Revision as of 11:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποντογενής Medium diacritics: ποντογενής Low diacritics: ποντογενής Capitals: ΠΟΝΤΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: pontogenḗs Transliteration B: pontogenēs Transliteration C: pontogenis Beta Code: pontogenh/s

English (LSJ)

ές, (γενέσθαι) seaborn, Orph.H.55.2, 81.1:—fem. ποντο-γένεια, poet. ποντο-είη, ἡ, formed like ἀφρογένεια, Opp.C.1.33.

German (Pape)

[Seite 681] ές, meergeboren, Orph. H. 54, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ποντογενής: -ές, (γενέσθαι) ὁ ἐκ τοῦ πόντου γεννηθείς, Ὀρφ. Ὕμν. 54. 2., 80. 1· ― θηλ. ποντογένεια, ἡ, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἀφρογένεια, Ὀππ. Κυν. 1. 33.

Greek Monolingual

-ές, θηλ. και ποντογένεια, ποιητ. τ. θηλ. ποντογενείη, Α
1. αυτός που γεννήθηκε στη θάλασσα
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ποντογένεια και Ποντογενείη
προσωνυμία της Αφροδίτης επειδή αναδύθηκε από τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσογενής].