τετράπυλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
(41)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράπυλος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερεις]] πύλες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράπυλο</i>(<i>ν</i>)<br />α) [[οικοδόμημα]] που έχει είσοδο από [[τέσσερεις]] πλευρές<br />β) ([[κατά]] την [[αρχαιότητα]]) [[τετράπλευρο]] [[μνημείο]] του οποίου [[κάθε]] [[πλευρά]] έχει την όψη αψίδας θριάμβου με ένα μόνο [[άνοιγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύλη]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>πυλος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[τετράπυλος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερεις]] πύλες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράπυλο</i>(<i>ν</i>)<br />α) [[οικοδόμημα]] που έχει είσοδο από [[τέσσερεις]] πλευρές<br />β) ([[κατά]] την [[αρχαιότητα]]) [[τετράπλευρο]] [[μνημείο]] του οποίου [[κάθε]] [[πλευρά]] έχει την όψη αψίδας θριάμβου με ένα μόνο [[άνοιγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύλη]]), [[πρβλ]]. [[πεντάπυλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 10 May 2023

German (Pape)

[Seite 1099] vierthorig, Sp.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράπυλος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει τέσσερεις πύλες
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράπυλο(ν)
α) οικοδόμημα που έχει είσοδο από τέσσερεις πλευρές
β) (κατά την αρχαιότητα) τετράπλευρο μνημείο του οποίου κάθε πλευρά έχει την όψη αψίδας θριάμβου με ένα μόνο άνοιγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πυλος (< πύλη), πρβλ. πεντάπυλος].