τερατόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τερατόμορφος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[μορφή]] τέρατος, [[τερατώδης]] (α. «τερατόμορφο [[πλάσμα]]» β. «εἰς σωματοειδῆ και τερατόμορφον θεόν», Τζέτζ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[διάπλαση]] τέρατος («τερατόμορφο [[κύημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> υπερβολικά [[άσχημος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρας]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ζωό</i>-<i>μορφος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[τερατόμορφος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[μορφή]] τέρατος, [[τερατώδης]] (α. «τερατόμορφο [[πλάσμα]]» β. «εἰς σωματοειδῆ και τερατόμορφον θεόν», Τζέτζ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[διάπλαση]] τέρατος («τερατόμορφο [[κύημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> υπερβολικά [[άσχημος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρας]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), [[πρβλ]]. [[ζωόμορφος]]].
}}
}}

Revision as of 11:50, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτόμορφος Medium diacritics: τερατόμορφος Low diacritics: τερατόμορφος Capitals: ΤΕΡΑΤΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: teratómorphos Transliteration B: teratomorphos Transliteration C: teratomorfos Beta Code: terato/morfos

English (LSJ)

ον, of monstrous shape, Cass.Pr.51, Tz.H.8.636.

German (Pape)

[Seite 1093] von wunderbarer od. widernatürlicher Gestalt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτόμορφος: -ον, ὁ ἔχων μορφὴν τερατώδη, Κασσ. Προβλ. 51, Τζέτζ. Ἱστ. 9, σ. 153.

Greek Monolingual

-η, -ο / τερατόμορφος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει μορφή τέρατος, τερατώδης (α. «τερατόμορφο πλάσμα» β. «εἰς σωματοειδῆ και τερατόμορφον θεόν», Τζέτζ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει διάπλαση τέρατος («τερατόμορφο κύημα»)
2. μτφ. υπερβολικά άσχημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ζωόμορφος].