Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡλιόκτυπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")
mNo edit summary
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡλιόκτυπος]], -ον (Α)<br />ο καμένος από τον ήλιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτυπώ]]), [[πρβλ]]. [[αντίκτυπος]], [[οπλόκτυπος]]).
|mltxt=[[ἡλιόκτυπος]], -ον (Α)<br />ο καμένος από τον ήλιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτυπώ]]), [[πρβλ]]. [[αντίκτυπος]], [[οπλόκτυπος]]].
}}
}}

Revision as of 13:03, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλιόκτῠπος Medium diacritics: ἡλιόκτυπος Low diacritics: ηλιόκτυπος Capitals: ΗΛΙΟΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: hēlióktypos Transliteration B: hēlioktypos Transliteration C: ilioktypos Beta Code: h(lio/ktupos

English (LSJ)

ον, sunburnt, A.Supp.155(lyr.) (ἡδιόκτυπον cod. Med.).

German (Pape)

[Seite 1162] = ἡλιόβλητος, μέλαν ἡλ. γένος Aesch. Suppl. 146, nach Wellauer's Verbesserung.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé du soleil.
Étymologie: ἥλιος, κτυπέω.

Russian (Dvoretsky)

ἡλιόκτῠπος: опаленный солнцем (γένος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιόκτῠπος: -ον, ἡλιόβλητος, ἡλιοκαής, Αἰσχύλ, Ἱκετ. 155, ἐκ δορθώσεως τοῦ Wellauer ἀντὶ ἡ διόκτυπον (κατὰ τὴν γραφὴν τοῦ χειρογρ., ― οὐχὶ ἢ διόκτυπον).

Greek Monolingual

ἡλιόκτυπος, -ον (Α)
ο καμένος από τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -κτυπος (< κτυπώ), πρβλ. αντίκτυπος, οπλόκτυπος].