Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακόφλοιος: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακόφλοιος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[κακό]] φλοιό, κακή [[φλούδα]] ή [[κακό]] [[τσόφλι]], κακόφλουδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φλοιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλοιός]]), [[πρβλ]]. [[λεπτόφλοιος]], [[ομοιόφλοιος]]).
|mltxt=[[κακόφλοιος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[κακό]] φλοιό, κακή [[φλούδα]] ή [[κακό]] [[τσόφλι]], κακόφλουδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φλοιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλοιός]]), [[πρβλ]]. [[λεπτόφλοιος]], [[ομοιόφλοιος]]].
}}
}}

Revision as of 13:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόφλοιος Medium diacritics: κακόφλοιος Low diacritics: κακόφλοιος Capitals: ΚΑΚΟΦΛΟΙΟΣ
Transliteration A: kakóphloios Transliteration B: kakophloios Transliteration C: kakofloios Beta Code: kako/floios

English (LSJ)

ον, with bad rind, v.l. for κακό-χλοος (q.v.), Nic. Al.331.

German (Pape)

[Seite 1305] mit schlechter Rinde, Nic. Al. 331.

Greek (Liddell-Scott)

κακόφλοιος: -ον, ἔχων κακὸν φλοιόν, «κακόφλουδος», Νικ. Ἀλεξιφ. 331.

Greek Monolingual

κακόφλοιος, -ον (Α)
αυτός που έχει κακό φλοιό, κακή φλούδα ή κακό τσόφλι, κακόφλουδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φλοιος (< φλοιός), πρβλ. λεπτόφλοιος, ομοιόφλοιος].