ἰδιότυπος: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰδιότυπος]], -ον)<br />αυτός που έχει δικό του τύπο, ξεχωριστή [[μορφή]], ο [[ιδιόμορφος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιοτύπως</i><br />ιδιορρύθμως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπος]]), [[πρβλ]]. [[αντίτυπος]], [[ζηλότυπος]]).
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰδιότυπος]], -ον)<br />αυτός που έχει δικό του τύπο, ξεχωριστή [[μορφή]], ο [[ιδιόμορφος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιοτύπως</i><br />ιδιορρύθμως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπος]]), [[πρβλ]]. [[αντίτυπος]], [[ζηλότυπος]]].
}}
}}

Revision as of 13:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐότῠπος Medium diacritics: ἰδιότυπος Low diacritics: ιδιότυπος Capitals: ΙΔΙΟΤΥΠΟΣ
Transliteration A: idiótypos Transliteration B: idiotypos Transliteration C: idiotypos Beta Code: i)dio/tupos

English (LSJ)

ον, of a peculiar form, Herm. ap. Stob.1.49.44.

German (Pape)

[Seite 1237] von eigenthümlicher Gestaltung, Hermes bei Stob. ecl. phys. 1 p. 938.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιότῠπος: -ον, ὁ ἔχων ἴδιον τύπον, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 938.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰδιότυπος, -ον)
αυτός που έχει δικό του τύπο, ξεχωριστή μορφή, ο ιδιόμορφος.
επίρρ...
ιδιοτύπως
ιδιορρύθμως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -τύπος (< τύπος), πρβλ. αντίτυπος, ζηλότυπος].