ζυγιάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ζυγιάζω]])<br /><b>1.</b> [[ζυγίζω]], [[σταθμίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κρίνω]], [[συγκρίνω]], [[εκτιμώ]] συγκρίνοντας («την [[ξενιτιά]], την αρφανιά, την [[πίκρα]], την [[αγάπη]], τα [[τέσσερα]] τά ζύγιασαν, βαρύτερά ειν' τα [[ξένα]]», δημ. τραγ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ζυγιάζομαι</i> και <i>ζυγιέμαι</i><br />α) [[ισορροπώ]], [[αιωρούμαι]], [[μένω]] [[μετέωρος]] στον αέρα, [[ιδίως]] για αρπακτικά πτηνά<br />β) ταλαντεύομαι προσπαθώντας να ισορροπήσω, [[ιδίως]] για πτηνά, σχοινοβάτες, μικρά πλοία κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζύγι]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -[[ιάζω]] ή <span style="color: red;"><</span> [[ζυγίζω]] [[κατά]] τα ρήματα σε -[[ιάζω]]).
|mltxt=(Α [[ζυγιάζω]])<br /><b>1.</b> [[ζυγίζω]], [[σταθμίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κρίνω]], [[συγκρίνω]], [[εκτιμώ]] συγκρίνοντας («την [[ξενιτιά]], την αρφανιά, την [[πίκρα]], την [[αγάπη]], τα [[τέσσερα]] τά ζύγιασαν, βαρύτερά ειν' τα [[ξένα]]», δημ. τραγ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ζυγιάζομαι</i> και <i>ζυγιέμαι</i><br />α) [[ισορροπώ]], [[αιωρούμαι]], [[μένω]] [[μετέωρος]] στον αέρα, [[ιδίως]] για αρπακτικά πτηνά<br />β) ταλαντεύομαι προσπαθώντας να ισορροπήσω, [[ιδίως]] για πτηνά, σχοινοβάτες, μικρά πλοία κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζύγι]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -[[ιάζω]] ή <span style="color: red;"><</span> [[ζυγίζω]] [[κατά]] τα ρήματα σε -[[ιάζω]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 10 May 2023

Greek Monolingual

ζυγιάζω)
1. ζυγίζω, σταθμίζω
2. μτφ. κρίνω, συγκρίνω, εκτιμώ συγκρίνοντας («την ξενιτιά, την αρφανιά, την πίκρα, την αγάπη, τα τέσσερα τά ζύγιασαν, βαρύτερά ειν' τα ξένα», δημ. τραγ.)
3. μέσ. ζυγιάζομαι και ζυγιέμαι
α) ισορροπώ, αιωρούμαι, μένω μετέωρος στον αέρα, ιδίως για αρπακτικά πτηνά
β) ταλαντεύομαι προσπαθώντας να ισορροπήσω, ιδίως για πτηνά, σχοινοβάτες, μικρά πλοία κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύγι(ν) + παραγ. κατάλ. -ιάζω ή < ζυγίζω κατά τα ρήματα σε -ιάζω].