ἐπιχαιρεσίκακος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιχαιρεσίκακος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[επιχαιρέκακος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επιχαίρω]] <span style="color: red;">+</span> [[κακός]]. Σύνθ. του τ. [[τερψίμβροτος]]. Η [[μετατροπή]] του <i>η</i> του αοριστ. θ. <i>χαιρησ</i>- του ρ. [[χαίρω]] ([[πρβλ]]. μέλλ. <i>χαιρήσω</i>, αόρ. <i>εχαίρησα</i>) σε <i>ε</i> οφείλεται [[μάλλον]] σε [[αναλογία]] [[προς]] το [[χαιρέκακος]]).
|mltxt=[[ἐπιχαιρεσίκακος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[επιχαιρέκακος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επιχαίρω]] <span style="color: red;">+</span> [[κακός]]. Σύνθ. του τ. [[τερψίμβροτος]]. Η [[μετατροπή]] του <i>η</i> του αοριστ. θ. <i>χαιρησ</i>- του ρ. [[χαίρω]] ([[πρβλ]]. μέλλ. <i>χαιρήσω</i>, αόρ. <i>εχαίρησα</i>) σε <i>ε</i> οφείλεται [[μάλλον]] σε [[αναλογία]] [[προς]] το [[χαιρέκακος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:21, 10 May 2023

German (Pape)

[Seite 1002] dasselbe, Sp.; vgl. Lob. zu Phryn. p. 770, der ἐπιχαιρησίκακος zu schreiben vorschlägt.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχαιρεσίκᾰκος: -ον, = τῷ προηγ., Εὐσ. V. 93Β, ἴδε Λοβεκκ. Φρύν. 770.

Greek Monolingual

ἐπιχαιρεσίκακος, -ον (Α)
βλ. επιχαιρέκακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιχαίρω + κακός. Σύνθ. του τ. τερψίμβροτος. Η μετατροπή του η του αοριστ. θ. χαιρησ- του ρ. χαίρω (πρβλ. μέλλ. χαιρήσω, αόρ. εχαίρησα) σε ε οφείλεται μάλλον σε αναλογία προς το χαιρέκακος].