σκινδαλαμοφράστης: Difference between revisions

From LSJ

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σκινδᾰλᾰμοφράστης:''' ου ὁ предающийся словесным хитросплетениям Anth.
|elrutext='''σκινδᾰλᾰμοφράστης:''' ου ὁ [[предающийся словесным хитросплетениям]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκινδᾰλᾰμοφράστης Medium diacritics: σκινδαλαμοφράστης Low diacritics: σκινδαλαμοφράστης Capitals: ΣΚΙΝΔΑΛΑΜΟΦΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: skindalamophrástēs Transliteration B: skindalamophrastēs Transliteration C: skindalamofrastis Beta Code: skindalamofra/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, straw-splitter, AP11.354 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 899] ὁ, ein spitzfindiger Schwätzer, Agath. 70 (XI, 354).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui ne dit que des subtilités.
Étymologie: σκινδάλαμος, φράζω.

Russian (Dvoretsky)

σκινδᾰλᾰμοφράστης: ου ὁ предающийся словесным хитросплетениям Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σκινδᾰλᾰμοφράστης: -ου, ὁ, ὁ διασχίζων τὰ ἄχυρα, διυλίζων τὸν κώνωπα, λεπτολόγος, σοφιστής, Ἀνθ. Π. 11. 354. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. σχινδαλαμοφράστης.

Greek Monotonic

σκινδᾰλᾰμοφράστης: -ου, ὁ, λεπτολόγος, αυτός που «διυλίζει τον κώνωπα», σχολαστικός, φλύαρος, σε Ανθ.

Middle Liddell

σκινδᾰλᾰμο-φράστης, ου, ὁ,
a straw-splitter, Anth.