φυλοβασιλεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φῡλοβασιλεύς:''' έως ὁ филобасилевс (избиравшийся каждой из четырех афинских фил для совершения жертвоприношений - ср. у римлян [[rex]] [[sacrificulus]] - и заменявший архонта-басилевса в судилище пританов) Arst.
|elrutext='''φῡλοβασιλεύς:''' έως ὁ [[филобасилевс]] (избиравшийся каждой из четырех афинских фил для совершения жертвоприношений - ср. у римлян [[rex]] [[sacrificulus]] - и заменявший архонта-басилевса в судилище пританов) Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡλοβᾰσῐλεύς Medium diacritics: φυλοβασιλεύς Low diacritics: φυλοβασιλεύς Capitals: ΦΥΛΟΒΑΣΙΛΕΥΣ
Transliteration A: phylobasileús Transliteration B: phylobasileus Transliteration C: fylovasileys Beta Code: fulobasileu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, a βασιλεύς chosen from each φυλή to perform sacrifices, Hesperia4.21 (Athens, iv B. C.), Arist.Ath.8.3, al., IG22.1357, Poll.8.111,120, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1315] ὁ, der von einer jeden φυλή zur Verrichtung der Opfer gewählte βασιλεύς, wie der rex sacrificulus der Römer, VLL., Poll. 8, 111. 120.

Russian (Dvoretsky)

φῡλοβασιλεύς: έως ὁ филобасилевс (избиравшийся каждой из четырех афинских фил для совершения жертвоприношений - ср. у римлян rex sacrificulus - и заменявший архонта-басилевса в судилище пританов) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φῡλοβᾰσῐλεύς: έως, ὁ, βασιλεὺς ἐκλεγόμενος ἐξ ἑκάστης φυλῆς ὅπως τελῇ τὰς τελετάς, ὡς ὁ παρὰ Ρωμαίοις rex sacrificulus, Ἀριστ. Ἀποσπ. 349, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 111, 120, «φυλοβασιλεῖς· ἐκ τῶν φυλῶν αἱρετοί, οἱ τὰς θυσίας ἐπιτελοῦντες».

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
καθένας από τους βασιλείς τών τεσσάρων προκλεισθένειων φυλών της Αττικής, οι οποίοι ανήκαν στα αριστοκρατικά γένη και είχαν αρχικά διοικητικές και θρησκευτικές δικαιοδοσίες, αργότερα όμως, με την ανάπτυξη της δημοκρατίας, τα καθήκοντά τους περιορίστηκαν σε δικαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦλον / φυλή + βασιλεύς.