ἱππιάναξ: Difference between revisions
From LSJ
ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἱππιάναξ:''' ακτος ὁ начальник конницы Aesch. | |elrutext='''ἱππιάναξ:''' ακτος ὁ [[начальник конницы]] Aesch. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:05, 11 May 2023
English (LSJ)
[ᾰν], ακτος, ὁ, king of horsemen, A.Pers.996 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1259] ακτος, ὁ, Fürst der Reisigen, Aesch. Pers. 958.
French (Bailly abrégé)
άνακτος (ὁ) :
commandant de la cavalerie.
Étymologie: ἵππιος, ἄναξ.
Russian (Dvoretsky)
ἱππιάναξ: ακτος ὁ начальник конницы Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππιάναξ: ᾰ, ανακτος, ὁ, ἄναξ, ἡγεμὼν τῶν ἱππέων, Διαϊξίν τ’ ἠδ’ Ἀρσάκην ἱππιάνακτας Αἰσχύλ. Πέρσ. 997.
Greek Monolingual
ἱππιάναξ, -ακτος, ὁ (Α)
αρχηγός τών ιππέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππιος + ἄναξ.
Greek Monotonic
ἱππιάναξ: [ᾰ], -ακτος, ὁ, αρχηγός ιππικού, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἱππι-ᾰ́ναξ, ακτος, ὁ,
king of horsemen, Aesch.