τανυέθειρα: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />αυτή που έχει [[μακριά]] μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- του ρ. [[τάνυμαι]] «τεντώνομαι» <span style="color: red;">+</span> -[[έθειρα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔθειραι</i> «[[χαίτη]], μαλλιά»), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσο</i>-[[έθειρα]]].
|mltxt=ἡ, Α<br />αυτή που έχει [[μακριά]] μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- του ρ. [[τάνυμαι]] «τεντώνομαι» <span style="color: red;">+</span> -[[έθειρα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔθειραι</i> «[[χαίτη]], μαλλιά»), [[πρβλ]]. [[χρυσοέθειρα]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:50, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνυέθειρα Medium diacritics: τανυέθειρα Low diacritics: τανυέθειρα Capitals: ΤΑΝΥΕΘΕΙΡΑ
Transliteration A: tanyétheira Transliteration B: tanyetheira Transliteration C: tanyetheira Beta Code: tanue/qeira

English (LSJ)

ἡ, long-haired, with flowing hair, Σεμέλα Pi.O.2.26.

German (Pape)

[Seite 1067] ἡ (bes. poet. fem. zu τανυέθειρος), mit langem Haare, Σεμέλα Pind. Ol. 2, 26.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
à la longue chevelure.
Étymologie: τανύω, ἔθειρα.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνῠέθειρα: adj. f с длинными или распущенными волосами (Σεμέλα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνυέθειρα: ἡ, ἡ ἔχουσα μακρὰν κόμην, «μακρομαλλοῦσα», Πινδ. Ο. 2. 46.

English (Slater)

τᾰνῠέθειρα f. adj., with flowing hair τανυέθειρα Σεμέλα (O. 2.26)

Greek Monolingual

ἡ, Α
αυτή που έχει μακριά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -έθειρα (< ἔθειραι «χαίτη, μαλλιά»), πρβλ. χρυσοέθειρα].

Greek Monotonic

τᾰνυέθειρα: ἡ (τανύω), αυτή που έχει μακριά μαλλιά, σε Πίνδ.

Middle Liddell

τᾰνυ-έθειρα, ἡ, τανύω
with flowing hair, Pind.