παπαδιά: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(30)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜ<br />η [[σύζυγος]] του παπά, η πρεσβυτέρα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> σεμνότυφη [[γυναίκα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] παιχνιδιού<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> α) το εξωτερικό επίπεδο [[μέρος]] της πρύμνης του πλοίου, [[πάνω]] στο οποίο γράφεται το όνομα του σκάφους [[καθώς]] και το [[λιμάνι]] και ο [[αριθμός]] νηολογίου του<br />β) ο [[οίαξ]], το [[δοιάκι]]<br /><b>4.</b> [[μαστίγιο]] ή [[ραβδί]] ή [[βέργα]] για την [[τιμωρία]] άτακτων παιδιών<br /><b>5.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του ξηροβατικού πτηνού αιγίθαλος, αλλ. [[παπαδίτσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παπάς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αδιά</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μουσαμ</i>-<i>αδιά</i>)].
|mltxt=η, ΝΜ<br />η [[σύζυγος]] του παπά, η πρεσβυτέρα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> σεμνότυφη [[γυναίκα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] παιχνιδιού<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> α) το εξωτερικό επίπεδο [[μέρος]] της πρύμνης του πλοίου, [[πάνω]] στο οποίο γράφεται το όνομα του σκάφους [[καθώς]] και το [[λιμάνι]] και ο [[αριθμός]] νηολογίου του<br />β) ο [[οίαξ]], το [[δοιάκι]]<br /><b>4.</b> [[μαστίγιο]] ή [[ραβδί]] ή [[βέργα]] για την [[τιμωρία]] άτακτων παιδιών<br /><b>5.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του ξηροβατικού πτηνού αιγίθαλος, αλλ. [[παπαδίτσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παπάς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αδιά</i> ([[πρβλ]]. [[μουσαμαδιά]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:50, 11 May 2023

Greek Monolingual

η, ΝΜ
η σύζυγος του παπά, η πρεσβυτέρα
νεοελλ.
μτφ.
1. σεμνότυφη γυναίκα
2. είδος παιχνιδιού
3. ναυτ. α) το εξωτερικό επίπεδο μέρος της πρύμνης του πλοίου, πάνω στο οποίο γράφεται το όνομα του σκάφους καθώς και το λιμάνι και ο αριθμός νηολογίου του
β) ο οίαξ, το δοιάκι
4. μαστίγιο ή ραβδί ή βέργα για την τιμωρία άτακτων παιδιών
5. ζωολ. κοινή ονομασία του ξηροβατικού πτηνού αιγίθαλος, αλλ. παπαδίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς + κατάλ. -αδιά (πρβλ. μουσαμαδιά)].