πλαγγών: Difference between revisions
δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't
m (Text replacement - "σφαῑρα" to "σφαῖρα") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[πλαγγών]], -όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και [[πλαγγόνα]], η, Ν<br />μικρό κέρινο [[ομοίωμα]] ανθρώπου, κέρινη [[κούκλα]] με αρκετά πεπλατυσμένο [[σώμα]] και κινητά χέρια και πόδια<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «σφαῖρα, [[καλαθίς]]» <br />β) «πλαγγόνες κεκρύφαλα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[μορφή]] της λ. θα μπορούσε να οδηγήσει στη σύνδεσή της με το θ. <i>πλαγγ</i>- του ρ. [[πλάζω]] ( | |mltxt=η / [[πλαγγών]], -όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και [[πλαγγόνα]], η, Ν<br />μικρό κέρινο [[ομοίωμα]] ανθρώπου, κέρινη [[κούκλα]] με αρκετά πεπλατυσμένο [[σώμα]] και κινητά χέρια και πόδια<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «σφαῖρα, [[καλαθίς]]» <br />β) «πλαγγόνες κεκρύφαλα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[μορφή]] της λ. θα μπορούσε να οδηγήσει στη σύνδεσή της με το θ. <i>πλαγγ</i>- του ρ. [[πλάζω]] ([[πρβλ]]. [[πλάγγος]]), η [[σημασία]] της όμως γεννά προβλήματα. Παρλλ., το μαρτυρούμενο ανθρωπωνύμιο <i>Πλαγγών</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλαγγόνων</i>) [[μάλλον]] ταυτίζεται με το προσηγορικό]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 15:55, 11 May 2023
English (LSJ)
όνος, ὁ, wax-puppet, doll, Call.Cer.92.
German (Pape)
[Seite 623] ῶνος, ὁ, eine Wachspuppe, Callim. Ger. 92 u. VLL.
Greek (Liddell-Scott)
πλαγγών: -όνος, ὁ, (πλάσσω) κηρίνη κοῦκλα, Καλλ. εἰς Δήμητρ. 91. ― Καθ’ Ἡσύχ.: πλαγγών· κήρινον τι κοροκόσμιον, σφαῖρα, καλαθὶς (κάχαρις;), καὶ πλαγγόνες κεκρύφαλα».
Greek Monolingual
η / πλαγγών, -όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πλαγγόνα, η, Ν
μικρό κέρινο ομοίωμα ανθρώπου, κέρινη κούκλα με αρκετά πεπλατυσμένο σώμα και κινητά χέρια και πόδια
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) α) «σφαῖρα, καλαθίς»
β) «πλαγγόνες κεκρύφαλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η μορφή της λ. θα μπορούσε να οδηγήσει στη σύνδεσή της με το θ. πλαγγ- του ρ. πλάζω (πρβλ. πλάγγος), η σημασία της όμως γεννά προβλήματα. Παρλλ., το μαρτυρούμενο ανθρωπωνύμιο Πλαγγών (πρβλ. πλαγγόνων) μάλλον ταυτίζεται με το προσηγορικό].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: wax figure, wax doll (Call. Cer. 91)
Derivatives: πλαγγόνιον n. kind of ointment (Polem. Hist. ap. Ath. 15, 690e, Sosib., Poll.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The last acc. to Polem. after the discoverer Πλαγγών; also πλαγγών as appellat. from the PN (D. a. o.)?
Frisk Etymology German
πλαγγών: {plaggṓn}
Meaning: Wachsfigur, Wachspuppe (Kall. Cer. 91)
Derivative: mit πλαγγόνιον n. Art Salbe (Polem. Hist. ap. Ath. 15, 690e, Sosib., Poll.).
Etymology: Letzteres laut Polem. nach der Erfinderin Πλαγγών; ob auch πλαγγών als Appellat. aus dem PN (D. u. a.)?
Page 2,547