σκυταλίδα: Difference between revisions
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
(37) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[σκυταλίς]], -[[ίδος]], ΝΑ<br /><b>υποκορ.</b> <b>νεοελλ.</b> <b>ναυτ.</b> [[φωτοβολίδα]] που έχει διάφορα χρώματα και η οποία ρίχνεται [[ψηλά]] με [[σωλήνα]] για την [[μεταβίβαση]] μηνύματος ή για την [[σήμανση]] τη [[νύχτα]], στη [[διάρκεια]] γυμνασίων ή πολεμικών επιχειρήσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[ραβδί]] ή μικρό [[ρόπαλο]] («[[σκυταλίδα]] δὲ ἐμβαλὼν περιάγει καὶ ἀποπνίγει [τὸ ἱρήιον]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως όπλο) [[ρόπαλο]]<br /><b>3.</b> [[μοχλός]] που χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες για να σύρουν τα δίχτια στη [[στεριά]]<br /><b>4.</b> [[ράβδος]] φορείου<br /><b>5.</b> [[ταινία]] ή [[ράβδος]] μεταλλική<br /><b>6.</b> [[μηχανή]] με την οποία εκσφενδόνιζαν φλεγόμενα υλικά<br /><b>7.</b> καθένα από τα οστά τών δακτύλων, [[φάλαγγα]]<br /><b>8.</b> ενεπίγραφη [[πινακίδα]]<br /><b>9.</b> [[παραφυάδα]] δένδρου<br /><b>10.</b> εύκαμπτο [[κλαδάκι]] ιτιάς<br /><b>11.</b> όργανο που χρησιμοποιούσαν για την [[μάλαξη]] τών [[μυών]] του σώματος<br /><b>12.</b> [[είδος]] μικρού καβουριού<br /><b>13.</b> [[είδος]] κάμπιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκυτάλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ( | |mltxt=η / [[σκυταλίς]], -[[ίδος]], ΝΑ<br /><b>υποκορ.</b> <b>νεοελλ.</b> <b>ναυτ.</b> [[φωτοβολίδα]] που έχει διάφορα χρώματα και η οποία ρίχνεται [[ψηλά]] με [[σωλήνα]] για την [[μεταβίβαση]] μηνύματος ή για την [[σήμανση]] τη [[νύχτα]], στη [[διάρκεια]] γυμνασίων ή πολεμικών επιχειρήσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[ραβδί]] ή μικρό [[ρόπαλο]] («[[σκυταλίδα]] δὲ ἐμβαλὼν περιάγει καὶ ἀποπνίγει [τὸ ἱρήιον]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως όπλο) [[ρόπαλο]]<br /><b>3.</b> [[μοχλός]] που χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες για να σύρουν τα δίχτια στη [[στεριά]]<br /><b>4.</b> [[ράβδος]] φορείου<br /><b>5.</b> [[ταινία]] ή [[ράβδος]] μεταλλική<br /><b>6.</b> [[μηχανή]] με την οποία εκσφενδόνιζαν φλεγόμενα υλικά<br /><b>7.</b> καθένα από τα οστά τών δακτύλων, [[φάλαγγα]]<br /><b>8.</b> ενεπίγραφη [[πινακίδα]]<br /><b>9.</b> [[παραφυάδα]] δένδρου<br /><b>10.</b> εύκαμπτο [[κλαδάκι]] ιτιάς<br /><b>11.</b> όργανο που χρησιμοποιούσαν για την [[μάλαξη]] τών [[μυών]] του σώματος<br /><b>12.</b> [[είδος]] μικρού καβουριού<br /><b>13.</b> [[είδος]] κάμπιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκυτάλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[πινακίς]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:16, 11 May 2023
Greek Monolingual
η / σκυταλίς, -ίδος, ΝΑ
υποκορ. νεοελλ. ναυτ. φωτοβολίδα που έχει διάφορα χρώματα και η οποία ρίχνεται ψηλά με σωλήνα για την μεταβίβαση μηνύματος ή για την σήμανση τη νύχτα, στη διάρκεια γυμνασίων ή πολεμικών επιχειρήσεων
αρχ.
1. μικρό ραβδί ή μικρό ρόπαλο («σκυταλίδα δὲ ἐμβαλὼν περιάγει καὶ ἀποπνίγει [τὸ ἱρήιον]», Ηρόδ.)
2. (ως όπλο) ρόπαλο
3. μοχλός που χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες για να σύρουν τα δίχτια στη στεριά
4. ράβδος φορείου
5. ταινία ή ράβδος μεταλλική
6. μηχανή με την οποία εκσφενδόνιζαν φλεγόμενα υλικά
7. καθένα από τα οστά τών δακτύλων, φάλαγγα
8. ενεπίγραφη πινακίδα
9. παραφυάδα δένδρου
10. εύκαμπτο κλαδάκι ιτιάς
11. όργανο που χρησιμοποιούσαν για την μάλαξη τών μυών του σώματος
12. είδος μικρού καβουριού
13. είδος κάμπιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκυτάλη + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακίς)].