συμπαίστωρ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, ΜΑ<br />ο [[συμπαίκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπαίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πράκ</i>-<i>τωρ</i>)].
|mltxt=-ορος, ὁ, ΜΑ<br />ο [[συμπαίκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπαίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. [[πράκτωρ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπαίστωρ:''' -ορος, ὁ, = το προηγ., σε Ξεν.
|lsmtext='''συμπαίστωρ:''' -ορος, ὁ, = το προηγ., σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 16:29, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαίστωρ Medium diacritics: συμπαίστωρ Low diacritics: συμπαίστωρ Capitals: ΣΥΜΠΑΙΣΤΩΡ
Transliteration A: sympaístōr Transliteration B: sympaistōr Transliteration C: sympaistor Beta Code: sumpai/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, = συμπαιστής (playmate, playfellow), X. Cyr. 1.3.14 (v.l. συμπαίκτής), AP 6.154 (Leon. or Gaet.), 162 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 984] ορος, ὁ, = συμπαίκτωρ; Mel. 114 (VI, 162), v.l. συμπαίκτωρ, wie Leon. Tar. 30 (VI, 154); auch Xen. Cyr. 1, 3, 14 v.l.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπαίστωρ -ορος, ὁ zie συμπαιστής.

Russian (Dvoretsky)

συμπαίστωρ: ορος ὁ Xen. v.l. = συμπαίκτωρ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαίστωρ: -ορος, ὁ, = συμπαίκτωρ, συμπαίκτης, Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, 14.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ΜΑ
ο συμπαίκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαίζω + επίθημα -τωρ (πρβλ. πράκτωρ)].

Greek Monotonic

συμπαίστωρ: -ορος, ὁ, = το προηγ., σε Ξεν.