τηθίς: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και εσφ. γρφ. [[τιτθίς]], -[[ίδος]], ἡ, Α<br />η [[θεία]], η [[αδελφή]] του [[πατέρα]] ή της μητέρας κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τήθη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ( | |mltxt=και εσφ. γρφ. [[τιτθίς]], -[[ίδος]], ἡ, Α<br />η [[θεία]], η [[αδελφή]] του [[πατέρα]] ή της μητέρας κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τήθη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[δεσμίς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:38, 11 May 2023
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (τήθη) father's or mother's sister, aunt, Is.9.19, D.27.14, 43.29, Men.923.5, J.AJ3.12.1 (vv.ll. τιτθίσι, τιθίσι, τιτθαῖς), 16.10.5 (vv.ll. τιτθίδα, τητθίδα), 17.1.1 (v.l. τητθίδα, Lat. vers. nutricem), Plu.2.838b, Hierocl.p.61 A. (τιθιδες, τιθίδες codd.), Lib.Decl.5.52 (one cod., vv.ll. τητθίδα, τιτθίδα), 26.21 (τιτθίδας codd., τιθίδας as cited by Thom.Mag.p.360 R., who thinks it may mean grandmothers or great-aunts); ἡ πρὸς πατρὸς τη[θίς] POxy.503.3 (ii A.D.); τῆς τηθίδος μου κύριος PSI9.1065.28 (ii A.D.); οὐκ ἐξὸν Ῥωμαίοις ἀδελφὰς γῆμαι οὐδὲ τηθίδας PGnom.70 (ii A.D.); ὥσπερ οὐδὲ νῦν τιτθίδας (leg. τηθίδας) οὐδ' ἀδελφὰς γαμοῦσιν Plu.2.265d; τηθίδα PStrassb.41.8 (iii A.D.); dat. spelt τειθειδι Supp.Epigr.6.221 (Phrygia).
German (Pape)
[Seite 1105] ίδος, ἡ, Vaters- od. Mutterschwester, Tante; Dem. 27, 14; Suid. erkl. θεία; vgl. Lob. Phryn. 134.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
tante paternelle ou maternelle.
Étymologie: τήθη.
Russian (Dvoretsky)
τηθίς: ίδος ἡ тетка (со стороны отца или матери) Dem., Men., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τηθίς: -ίδος, ἡ, (τήθη) ἀδελφὴ πατρὸς ἢ μητρός, θεία, Δημ. 818. 4., 1039. 4, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 17. 5, Πλούτ. 2. 838Β, πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 134.
Greek Monolingual
και εσφ. γρφ. τιτθίς, -ίδος, ἡ, Α
η θεία, η αδελφή του πατέρα ή της μητέρας κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τήθη + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δεσμίς)].
Greek Monotonic
τηθίς: -ίδος, ἡ, αδερφή πατέρα ή μητέρας, θεία, σε Δημ.