χάλκινος: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[χάλκινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br />κατασκευασμένος από χαλκό (α. «χάλκινα σκεύη» β. «νομίσματι χαλκίνωι», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χάλκινα όργανα» ή, [[απλώς]], «τα χάλκινα»<br /><b>μουσ.</b> [[είδος]] αερόφωνων πνευστών, ορειχάλκινων [[κυρίως]], οργάνων, τών οποίων ο [[ήχος]] παράγεται με τη [[δόνηση]] τών χειλιών και τα οποία διακρίνονται σε σάλπιγγες και κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ( | |mltxt=-η, -ο / [[χάλκινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br />κατασκευασμένος από χαλκό (α. «χάλκινα σκεύη» β. «νομίσματι χαλκίνωι», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χάλκινα όργανα» ή, [[απλώς]], «τα χάλκινα»<br /><b>μουσ.</b> [[είδος]] αερόφωνων πνευστών, ορειχάλκινων [[κυρίως]], οργάνων, τών οποίων ο [[ήχος]] παράγεται με τη [[δόνηση]] τών χειλιών και τα οποία διακρίνονται σε σάλπιγγες και κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[λίθινος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 11 May 2023
English (LSJ)
η, ον, A of bronze, νόμισμα OGI339.44 (Sestos, ii B. C.); διάδημα Ostr.Bodl. i 262 (ii B. C.); χαλκίνη (sc. δραχμή) PLond.2.380 (ii/iii A. D.). II concerning or in bronze coin, λόγος PTeb.119.51 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
χάλκινος: -η, -ον, χαλκοῦς, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 757.
Greek Monolingual
-η, -ο / χάλκινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
κατασκευασμένος από χαλκό (α. «χάλκινα σκεύη» β. «νομίσματι χαλκίνωι», επιγρ.)
νεοελλ.
φρ. «χάλκινα όργανα» ή, απλώς, «τα χάλκινα»
μουσ. είδος αερόφωνων πνευστών, ορειχάλκινων κυρίως, οργάνων, τών οποίων ο ήχος παράγεται με τη δόνηση τών χειλιών και τα οποία διακρίνονται σε σάλπιγγες και κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].