φυξίπολις: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όλεως, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει εκδιωχθεί από την [[πόλη]], [[φυγάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φυξι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[φεύγω]], [[φύξις]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]] ( | |mltxt=-όλεως, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει εκδιωχθεί από την [[πόλη]], [[φυγάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φυξι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[φεύγω]], [[φύξις]]) <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]] ([[πρβλ]]. [[σωζόπολις]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:54, 11 May 2023
English (LSJ)
[ξῐ], εως, ὁ, ἡ, fleeing the city, banished, Opp.H.1.278.
German (Pape)
[Seite 1316] ὁ, ἡ, aus der Stadt fliehend, verwiesen, verbannt, Oppian. Hal. 1, 278.
Greek (Liddell-Scott)
φυξίπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ φεύγων τὴν πόλιν, ἐξόριστος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 278.
Greek Monolingual
-όλεως, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει εκδιωχθεί από την πόλη, φυγάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυξι- (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + πόλις (πρβλ. σωζόπολις)].