εὑρησίλογος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὑρησίλογος]] και [[εὑρεσίλογος]], -ον (ΑΜ)<br />[[ικανός]] να εφευρίσκει, να πλάθει μύθους<br /><b>αρχ.</b><br />[[ικανός]], [[επιτήδειος]] στο να βρίσκει έξυπνα επιχειρήματα για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρησι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ευρίσκω]], [[πρβλ]]. <i>ευρησι</i>-<i>επής</i>) <span style="color: red;">+</span> [[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]). Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. Ο τ. <i>ευρεσί</i>-<i>λογος</i> [[είναι]] μτγν.].
|mltxt=[[εὑρησίλογος]] και [[εὑρεσίλογος]], -ον (ΑΜ)<br />[[ικανός]] να εφευρίσκει, να πλάθει μύθους<br /><b>αρχ.</b><br />[[ικανός]], [[επιτήδειος]] στο να βρίσκει έξυπνα επιχειρήματα για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρησι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ευρίσκω]], [[πρβλ]]. [[ευρησιεπής]]) <span style="color: red;">+</span> [[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]). Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. Ο τ. <i>ευρεσί</i>-<i>λογος</i> [[είναι]] μτγν.].
}}
}}

Revision as of 06:50, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὑρησῐλογος Medium diacritics: εὑρησίλογος Low diacritics: ευρησίλογος Capitals: ΕΥΡΗΣΙΛΟΓΟΣ
Transliteration A: heurēsílogos Transliteration B: heurēsilogos Transliteration C: evrisilogos Beta Code: eu(rhsi/logos

English (LSJ)

ον, ingenious in argument, sophistical, Corn.ND31: Sup., D.L.4.37. —εὑρησι- is freq. in Pap. in this group of words, e.g. PRein.14.23, 15.21 (ii B.C.), Phld.Rh.1.207 S., etc.; εὑρεσι- first in Pap. of iv A.D., POxy.71 i 9 (corr. fr. εὑρησι-), PMasp.153.32 (vi A.D.), etc., f.l. in Plb.18.46.3, Ph.ll.cc. (εὑρης- v.l. 1.628), etc.

Greek Monolingual

εὑρησίλογος και εὑρεσίλογος, -ον (ΑΜ)
ικανός να εφευρίσκει, να πλάθει μύθους
αρχ.
ικανός, επιτήδειος στο να βρίσκει έξυπνα επιχειρήματα για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρησι- (< ευρίσκω, πρβλ. ευρησιεπής) + λόγος (< λέγω). Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος. Ο τ. ευρεσί-λογος είναι μτγν.].