μόνορχις: Difference between revisions
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[μόνορχις]], -εως)<br />αυτός που έχει μόνο έναν όρχι, [[μονάρχιδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρχις]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[μόνορχις]], -εως)<br />αυτός που έχει μόνο έναν όρχι, [[μονάρχιδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρχις]] ([[πρβλ]]. [[τρίορχις]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 13 May 2023
English (LSJ)
εως, ὁ, with one testicle, LXX Le.21.20, Plu.2.917d; acc. pl. μονόρχεις Hippiatr.14 (v.l. -χας, cf. ἐνόρχης).
German (Pape)
[Seite 204] mit einer Hode; Plut. qu. nat. 21; Hippiatr.
Russian (Dvoretsky)
μόνορχις: εως adj. m с одним лишь яичком (σῦς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μόνορχις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἕνα μόνον ὄρχιν, Πλούτ. 2. 917D.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μόνορχις, -εως)
αυτός που έχει μόνο έναν όρχι, μονάρχιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὄρχις (πρβλ. τρίορχις)].