διαγνωστικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "Hermot" to "Hermot") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=ή, όν, <i>zum Unterscheiden [[gehörig]], [[geschickt]]</i>, Luc. <i>Salt</i>. 74; καὶ [[διακριτικός]] <i> | |ptext=ή, όν, <i>zum Unterscheiden [[gehörig]], [[geschickt]]</i>, Luc. <i>Salt</i>. 74; καὶ [[διακριτικός]] <i>Hermot</i>. 69; [[öfter]] Medic. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:40, 13 May 2023
English (LSJ)
ή, όν, A able to distinguish, ἀληθῶν καὶ ψευδῶν λόγων S.E.P.2.229, cf. Luc.Salt.74; δ. καὶ διακριτικός Id.Herm.69, cf. Gal.UP5.10; δ. θεωρία Id.1.271; δ. σημεῖα, opp. προγνωστικά, ib. 313. II belonging to a διάγνωσις 11, ὑπομνήματα PLips.34.15 (iv A. D.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1capaz de discernir o reconocer πότερόν ἐστι δ. ἡ ἁρμονικὴ πραγματεία Plu.2.1143C, c. gen. καὶ ᾀσμάτων καὶ μελῶν τῶν ἀρίστων διαγνωστικόν Luc.Salt.74, cf. Herm.69, μέθοδος ... δ. τῶν ... πρώτων καὶ ἀσυνθέτων Nicom.Ar.1.13
•medic. relativo al diagnóstico τὸ δ. ... κίνημα τῆς διανοίας Aristaenet.1.13.15
•capaz de diagnosticar c. gen. ἵν' ᾖ (τὰ νεῦρα) διαγνωστικὰ τῶν λυπησόντων Gal.3.380, δ. θεωρία ἁπασῶν τῶν διαθέσεων Gal.1.271
•que sirve para diagnosticar (σημεῖα) τῆς τε παρούσης ὑγιείας ... διαγνωστικά Gal.1.313.
2 relativo a una vista judicial (cf. διάγνωσις II 3) διαγνωστικὰ ὑπομνήματα actas judiciales emitidas de resultas de una διάγνωσις PLips.34.15 (IV d.C.), PSI 768.13 (V d.C.), διαγνωστικοὶ ἀγῶνες conflictos legales resueltos en virtud de una διάγνωσις PMich.Gagos 20 (VI d.C.), Iust.Nou.115.2.
II adv. -ῶς mediante una cognitio o vista judicial δ. διακρῖναι τὰ μεταξὺ τῶν δικαζομένων Iust.Nou.86.1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
capable de discerner, de reconnaître.
Étymologie: διαγιγνώσκω.
German (Pape)
ή, όν, zum Unterscheiden gehörig, geschickt, Luc. Salt. 74; καὶ διακριτικός Hermot. 69; öfter Medic.
Russian (Dvoretsky)
διαγνωστικός: способный или умеющий распознавать (μελῶν τῶν ἀρίστων Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
διαγνωστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ διακρίνῃ, Λουκ. Ὀρχ. 74, κτλ.· ἡ διαγνωστική, ἡ τέχνη τοῦ διακρίνειν, διαγιγνώσκειν (ἀσθενείας), ὄνομα διδόμενον ὑπὸ μεταγενεστέρων συγγραφέων εἰς τὸ ἔργον τοῦ Γαληνοῦ περὶ πεπονθότων τόπων.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διαγνωστικός, -ή, -όν) διαγιγνώσκω
1. ο ικανός στο να διαγιγνώσκει
2. (για γιατρούς) ο ικανός να κάνει γρήγορη και ασφαλή διάγνωση κάποιας ασθένειας
3. αυτός που χρησιμεύει ή χρησιμοποιείται στη διάγνωση
4. το θηλ. ως ουσ. η διαγνωστική
η ειδικότητα του να καθορίζονται οι αρρώστιες με σύντομη και σαφή έκθεση τών χαρακτηριστικών συμπτωμάτων της.
Greek Monotonic
διαγνωστικός: -ή, -όν (διαγιγνώσκω), αυτός που είναι ικανός να διακρίνει.
Middle Liddell
διαγνωστικός, ή, όν διαγιγνώσκω
able to distinguish, Luc.