χρέμης: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $1$3)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού, πιθ. ο [[χρόμις]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> [[Χρέμης]]<br />(στον <b>Αριστοφ.</b>) κωμικό [[πρόσωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χρεμ</i>- του ρ. [[χρεμετίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ης</i>, -<i>ητος</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλάν]]-<i>ης</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού, πιθ. ο [[χρόμις]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> [[Χρέμης]]<br />(στον <b>Αριστοφ.</b>) κωμικό [[πρόσωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χρεμ</i>- του ρ. [[χρεμετίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ης</i>, -<i>ητος</i> ([[πρβλ]]. [[πλάνης]])].
}}
}}

Revision as of 12:50, 16 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρέμης Medium diacritics: χρέμης Low diacritics: χρέμης Capitals: ΧΡΕΜΗΣ
Transliteration A: chrémēs Transliteration B: chremēs Transliteration C: chremis Beta Code: xre/mhs

English (LSJ)

ητος, ὁ, a fish, prob. = χρόμις, Opp.H.1.112, Ael.NA 15.11.

German (Pape)

[Seite 1370] ητος, ὁ, ein Meerfisch. S. auch nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ητος (ὁ) :
sorte de poisson de mer.
Étymologie: DELG χρεμετίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. είδος θαλάσσιου ψαριού, πιθ. ο χρόμις
2. ως κύριο όν. Χρέμης
(στον Αριστοφ.) κωμικό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρεμ- του ρ. χρεμετίζω + κατάλ. -ης, -ητος (πρβλ. πλάνης)].