τετράφαλος: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $1$3)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] μετάλλινες προεξοχές, αλλ. [[τετραφάληρος]] («θλάσσε δὲ τετράφαλον κυνέην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φάλος]] «[[κόσμημα]] της περικεφαλαίας» ( | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] μετάλλινες προεξοχές, αλλ. [[τετραφάληρος]] («θλάσσε δὲ τετράφαλον κυνέην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φάλος]] «[[κόσμημα]] της περικεφαλαίας» ([[πρβλ]]. [[ἀμφίφαλος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τετράφᾰλος:''' -ον, = προηγ., σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''τετράφᾰλος:''' -ον, = προηγ., σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:50, 16 May 2023
English (LSJ)
[ρᾰ], ον, with four horns, epithet of κυνέη, κόρυς, Il.12.384,22.315.
German (Pape)
[Seite 1099] κυνέη, κόρυς, ein Helm mit einer verfachen metallnen Erhöhung, φάλος, worin die Helmbüsche befestigt wurden, die aber, da sie nach vorn über die Augen u. nach hinten über den Hinterkopf hervorragten, auch zum Schutz gegen Kopfhiebe dienten; Il. 12, 384. 22, 315; vgl. das Vorige, ἀμφίφαλος u. Buttm. Lexil. II p. 242.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à quatre cimiers (devant, derrière, sur les deux côtés).
Étymologie: τέτταρες, φάλος.
Russian (Dvoretsky)
τετράφᾰλος: (ρᾰ) с четырьмя шишками (гнездами для султанов) (κυνέη Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
τετράφᾰλος: -ον, ἐπίθ. τοῦ κυνέη, κόρυς Ἰλ. Μ. 384., Χ. 315· - ἴσως ἁπλῶς συντετμημένος τύπος τοῦ τετραφάληρος, ἴδε ἐν λ. φάλος.
English (Autenrieth)
with four-banded crest, κυνέη. (Il.) (See cut No. 116.)
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις μετάλλινες προεξοχές, αλλ. τετραφάληρος («θλάσσε δὲ τετράφαλον κυνέην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + φάλος «κόσμημα της περικεφαλαίας» (πρβλ. ἀμφίφαλος)].
Greek Monotonic
τετράφᾰλος: -ον, = προηγ., σε Ομήρ. Ιλ.