ἀπέκτητος: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
mNo edit summary |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πεκτέω]]<br />[[uncombed]], Anth. | |mdlsjtxt=[[πεκτέω]]<br />[[uncombed]], Anth. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[uncombed]]=== | |||
Catalan: despentinat, escabellat; French: [[non peigné]]; German: [[ungekämmt]]; Greek: [[ακτένιστος]], [[αχτένιστος]]; Ancient Greek: [[ἀκτένιστος]], [[ἀπέκτητος]], [[ἄπεκτος]]; Hungarian: fésületlen; Italian: [[spettinato]]; Maori: tīwanawana, kōritorito, poutihitihi; Portuguese: [[despenteado]]; Russian: [[нечесанный]], [[непричесанный]]; Spanish: [[despeinado]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:19, 17 May 2023
English (LSJ)
ον, = ἄπεκτος (uncombed, unshorn), AP 5.269 (Paul. Sil.).
Spanish (DGE)
-ον despeinado θρίξ AP 5.270 (Paul.Sil.), cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 285] θρίξ, ungeschoren, Paul. Sil. 17 (V, 270).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non peigné.
Étymologie: ἀ, πεκτέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπέκτητος: нечесаный (θρίξ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέκτητος: ἢ ἄπεκτος, ον, ἀκτένιστος, ἀπεκτήτου σῆς τριχὸς ἀγλαΐην Ἀνθ. Π. 5. 270, 4· ἐπὶ ἀρνῶν, ὁ ἔτι ἄκαρτος, ὁ μήπω γενόμενος ἑνὸς ἔτους, Φιλόχορος, δὲ ἱστορεῖ καὶ κεκωλῦσθαι Ἀθήνησιν ἀπέκτου ἀρνὸς μηδένα γεύεσθαι Ἀθήν. 9C, νόμος, ὥς φησιν Ἀνδροτίων, μὴ σφάττειν πρόβατον ἄπεκτον ἢ ἄτοκον (ἄποκον;) ὁ αὐτὸς 375Β, «ἄπεκτον δὲ ἄρνα ἡ ἱστορία ἔφη τὸν μήπω πεχθέντα, ἤγουν καρέντα» Εὐστ. Ἰλ. 1348. 62, καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἀπέκτητον· ἄκαρτον, ἀπόκιστον».
Greek Monotonic
ἀπέκτητος: -ον (πεκτέω), αχτένιστος, σε Ανθ.
Middle Liddell
Translations
uncombed
Catalan: despentinat, escabellat; French: non peigné; German: ungekämmt; Greek: ακτένιστος, αχτένιστος; Ancient Greek: ἀκτένιστος, ἀπέκτητος, ἄπεκτος; Hungarian: fésületlen; Italian: spettinato; Maori: tīwanawana, kōritorito, poutihitihi; Portuguese: despenteado; Russian: нечесанный, непричесанный; Spanish: despeinado