κωλικός: Difference between revisions
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kolikos | |Transliteration C=kolikos | ||
|Beta Code=kwliko/s | |Beta Code=kwliko/s | ||
|Definition= | |Definition=κωλική, κωλικόν, ([[κῶλον]] ΙΙ.6) [[suffering in the colon]], [[having colic]], prob.l. in Dsc.2.54, Gal.8.40; ἡ κ. διάθεσις [[colic]], from its being seated in the [[colon]] and parts adjacent, Id.8.384; κ. φάρμακα remedies for [[colic]], Id.13.266; κ. ἀντίδοτος Androm. ap. eund.13.276. Adv. [[κωλικῶς]] Gal.19.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:12, 25 August 2023
English (LSJ)
κωλική, κωλικόν, (κῶλον ΙΙ.6) suffering in the colon, having colic, prob.l. in Dsc.2.54, Gal.8.40; ἡ κ. διάθεσις colic, from its being seated in the colon and parts adjacent, Id.8.384; κ. φάρμακα remedies for colic, Id.13.266; κ. ἀντίδοτος Androm. ap. eund.13.276. Adv. κωλικῶς Gal.19.3.
German (Pape)
[Seite 1542] das κῶλον, Darm, betreffend, ὀδύνη κωλική, u. ä. νόσος, διάθεσις, Darmleiden, Darmgicht, Kolik, κωλικὰ φάρμακα, Heilmittel gegen die Kolik, Medic. – Auch adv., Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῐκός: -ή, -όν, (κῶλον ΙΙ. 6) πάσχων τὸ κῶλον, ἔχων τὸν «κώλικα» ἢ «κωλικόπονον», πιθ. γραφὴ ἐν Διοσκ. 2. 59· ἡ κ. διάθεσις, ὁ κωλικόπονος ἐπειδὴ ἔχει τὴν ἕδραν του ἐν τῷ κώλῳ (ἐντέρῳ) καὶ τοῖς πλησίον τόποις, Θεόφρ. (ἔνθα κωλιακός)· κ. φάρμακα, πραΰνοντα καὶ θεραπεύοντα τὸν πόνον, Ἰατ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Γαλην. 19. 3.
Greek Monolingual
και κολικός, -ή, -ό (AM κωλικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
ιατρ. το αρσ. ως ουσ. ο κωλικός
παροξυσμικός πόνος στον χώρο της κοιλιάς και ιδίως εκείνος που προκαλείται από τη σύσπαση τών μυϊκών τοιχωμάτων ενός κοίλου οργάνου, όπως, λ.χ., νεφρικής πυέλου ή χοληφόρων οδών, του οποίου το άνοιγμα έχει αποφραχθεί, παροδικά ή μόνιμα (α. «ηπατικός κωλικός» β. «νεφρικός κωλικός»)
νεοελλ.-μσν.
δυνατός πόνος εντέρου ή, γενικά, κάθε πόνος εντέρου
αρχ.
1. αυτός που έχει σχέση με το κόλον του παχέος εντέρου
2. φρ. α) «κωλικὴ διάθεσις» — κωλικόπονος
β) «κωλικὰ φάρμακα» — φάρμακα με τα οποία θεραπευόταν ο κωλικόπονος.
επίρρ...
κωλικῶς
με κωλικό πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον, μτγν. τ. του κόλον «τμήμα του παχέος εντέρου», που σχηματίστηκε κατ' επίδραση της λ. κῶλον «μέλος» και του λατ. culus «πρωκτός» (βλ. Ρ. Chantraine, Dictionnaire etymologique de la langue grecque, λ. κόλον). Η γρφ. κολικός οφείλεται είτε σε σύνδεση με το κόλον είτε σε επίδραση ξεν. όρων, πρβλ. γαλλ. colique (< λατ. colicus < κωλικός)].