φυρός: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fyros
|Transliteration C=fyros
|Beta Code=furo/s
|Beta Code=furo/s
|Definition=ά, όν, = [[φυρόχρωμος]], [[βοῦς]] PGen. 48.8 (iv AD) ; perhaps cf. Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[φυρτίζεσθαι]].
|Definition=ά, όν, = [[φυρόχρωμος]], [[βοῦς]] PGen. 48.8 (iv AD) ; perhaps cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[φυρτίζεσθαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φυρός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[φύρα]], που έχει ελαττωθεί το [[βάρος]] του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φυρό [[μυαλό]]» — αυτός που έχει φυράνει, που παρουσιάζει [[άνοια]]<br />β) «φυρό [[παράθυρο]] [ή [[ξύλο]]]» — [[παράθυρο]] [ή [[ξύλο]]] που έχει συρρικνωθεί<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[φυρόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. με την αρχ. σημ. έχει προέλθει κατ' [[απόσπαση]] από το σύνθ. <i>φυρό</i>-<i>χρωμος</i>, ενώ με τη νεοελλ. σημ. κατ' [[απόσπαση]] από το σύνθ. <i>φυρό</i>-<i>μυαλος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κουτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κουτό</i>-<i>μυαλος</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[φυρός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[φύρα]], που έχει ελαττωθεί το [[βάρος]] του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φυρό [[μυαλό]]» — αυτός που έχει φυράνει, που παρουσιάζει [[άνοια]]<br />β) «φυρό [[παράθυρο]] [ή [[ξύλο]]]» — [[παράθυρο]] [ή [[ξύλο]]] που έχει συρρικνωθεί<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[φυρόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. με την αρχ. σημ. έχει προέλθει κατ' [[απόσπαση]] από το σύνθ. <i>φυρό</i>-<i>χρωμος</i>, ενώ με τη νεοελλ. σημ. κατ' [[απόσπαση]] από το σύνθ. <i>φυρό</i>-<i>μυαλος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κουτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κουτό</i>-<i>μυαλος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 09:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυρός Medium diacritics: φυρός Low diacritics: φυρός Capitals: ΦΥΡΟΣ
Transliteration A: phyrós Transliteration B: phyros Transliteration C: fyros Beta Code: furo/s

English (LSJ)

ά, όν, = φυρόχρωμος, βοῦς PGen. 48.8 (iv AD) ; perhaps cf. Hsch. s.v. φυρτίζεσθαι.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φυρός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει φύρα, που έχει ελαττωθεί το βάρος του
2. φρ. α) «φυρό μυαλό» — αυτός που έχει φυράνει, που παρουσιάζει άνοια
β) «φυρό παράθυροξύλο]» — παράθυροξύλο] που έχει συρρικνωθεί
αρχ.
ο φυρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. με την αρχ. σημ. έχει προέλθει κατ' απόσπαση από το σύνθ. φυρό-χρωμος, ενώ με τη νεοελλ. σημ. κατ' απόσπαση από το σύνθ. φυρό-μυαλος (πρβλ. κουτός < κουτό-μυαλος)].