τριγλοφόρος: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trigloforos | |Transliteration C=trigloforos | ||
|Beta Code=triglofo/ros | |Beta Code=triglofo/ros | ||
|Definition= | |Definition=τριγλοφόρον, [[bearing mullets]], <b class="b3">τ. χιτών</b> a net [[for catching them]], AP6.11 (Satyrius). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 09:19, 25 August 2023
English (LSJ)
τριγλοφόρον, bearing mullets, τ. χιτών a net for catching them, AP6.11 (Satyrius).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui contient des mulets ou des rougets (filet).
Étymologie: τρίγλα, φέρω.
German (Pape)
Seebarben tragend, bringend, τριγλοφόρος χιτών, das Netz, worin man Seebarben fing, Satyr. 1 (VI.11).
Russian (Dvoretsky)
τριγλοφόρος: несущий, т. е. служащий для ловли тригл (χιτών Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τριγλοφόρος: -ον, ὁ φέρων τρίγλας, τρ. χιτών, δίκτυον πρὸς ἄγρευσιν αὐτῶν, Ἀνθ. Π. 6. 11.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που φέρει τρίγλες, που έχει μπαρμπούνια
2. φρ. «τριγλοφόρος χιτών» — δίχτυ για αλιεία τρίγλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + -φόρος].
Greek Monotonic
τριγλοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά μπαρμπούνια, τριγλοφόρος χιτών, δίχτυ για το πιάσιμο, την αλίευση των μπαρμπουνιών, σε Ανθ.
Middle Liddell
τριγλο-φόρος, ον, φέρω
bearing mullets, τρ. χιτών a net for catching them, Anth.