ἀποπεμπτικός: Difference between revisions
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apopemptikos | |Transliteration C=apopemptikos | ||
|Beta Code=a)popemptiko/s | |Beta Code=a)popemptiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀποπεμπτική, ἀποπεμπτικόν, [[valedictory]], [[ὕμνοι]] Men.Rh.p.336S. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:29, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀποπεμπτική, ἀποπεμπτικόν, valedictory, ὕμνοι Men.Rh.p.336S.
Spanish (DGE)
-ή, -όν de despedida ὕμνοι Men.Rh.336, cf. 333.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπεμπτικός: -ή, -όν, προπεμπτικός, ὕμνοι ἀποπεμπτικοί, ἀδόμενοι κατὰ τὰς πιστευομένας ἀποδημίας τῶν θεῶν ἔκ τινος τόπου ἢ χώρας, τὸ «κατ’ εὐόδιον» ὡς λέγομεν νῦν, Ρήτορες (Walz) τ. 9. 132, 10., 139, 5· ἀποπεμπτικὸν τῆς τοῦ λαοῦ ἀμαρτίας τὸ ζῷον τοῦτο, ὁ ἀποπομπαῖος τράγος, Γρηγ. Νύσσ. 1. σ. 364.
Greek Monolingual
ἀποπεμπτικός, -ή, -όν (Α) απόπεμπτος
1. αυτός που αναφέρεται στην αποπομπή, αποτρεπτικός
2. φρ. «ἀποπεμπτικοὶ ὕμνοι» — ύμνοι που κατευόδωναν κάποιον θεό όταν έφευγε από τον ναό του.