οἰακιστής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oiakistis
|Transliteration C=oiakistis
|Beta Code=oi)akisth/s
|Beta Code=oi)akisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, [[steersman]], [[pilot]], Suid.
|Definition=οἰακιστοῦ, ὁ, [[steersman]], [[pilot]], Suid.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 09:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰᾱκιστής Medium diacritics: οἰακιστής Low diacritics: οιακιστής Capitals: ΟΙΑΚΙΣΤΗΣ
Transliteration A: oiakistḗs Transliteration B: oiakistēs Transliteration C: oiakistis Beta Code: oi)akisth/s

English (LSJ)

οἰακιστοῦ, ὁ, steersman, pilot, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

οἰᾱκιστής: -οῦ, ὁ, πηδαλιοῦχος, κυβερνήτης, Λατ. gubernator, Σουΐδ. 2) Οἰακισταί, οἱ, ἐταιρεία τις ἐν Ρόδῳ, Hell. J. τ. 2, σ. 358.

Greek Monolingual

ο (Α οἰακιστής) οιακίζω
αυτός που είναι επιφορτισμένος με τον χειρισμό του οίακα του πλοίου, πηδαλιούχος, τιμονιέρης
νεοελλ.
(ειδικά) αυτός που ανήκει σε ειδικό κλάδο της ναυτικής υπηρεσίας η οποία έχει ως καθήκον τη συντήρηση και τον χειρισμό ναυτικών οργάνων, καθώς και τη χρήση τών ναυτικών σημάτων
αρχ.
στον πληθ. οἱ Οἰακισταί
ονομασία εταιρείας, συντεχνιακού συλλόγου στη Ρόδο.

German (Pape)

[ᾱ], ὁ, der Steuerer, Lenker, Suid.