οἰακιστής: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oiakistis | |Transliteration C=oiakistis | ||
|Beta Code=oi)akisth/s | |Beta Code=oi)akisth/s | ||
|Definition= | |Definition=οἰακιστοῦ, ὁ, [[steersman]], [[pilot]], Suid. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:43, 25 August 2023
English (LSJ)
οἰακιστοῦ, ὁ, steersman, pilot, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
οἰᾱκιστής: -οῦ, ὁ, πηδαλιοῦχος, κυβερνήτης, Λατ. gubernator, Σουΐδ. 2) Οἰακισταί, οἱ, ἐταιρεία τις ἐν Ρόδῳ, Hell. J. τ. 2, σ. 358.
Greek Monolingual
ο (Α οἰακιστής) οιακίζω
αυτός που είναι επιφορτισμένος με τον χειρισμό του οίακα του πλοίου, πηδαλιούχος, τιμονιέρης
νεοελλ.
(ειδικά) αυτός που ανήκει σε ειδικό κλάδο της ναυτικής υπηρεσίας η οποία έχει ως καθήκον τη συντήρηση και τον χειρισμό ναυτικών οργάνων, καθώς και τη χρήση τών ναυτικών σημάτων
αρχ.
στον πληθ. οἱ Οἰακισταί
ονομασία εταιρείας, συντεχνιακού συλλόγου στη Ρόδο.