μυρτίλωψ: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(26)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myrtilops
|Transliteration C=myrtilops
|Beta Code=murti/lwy
|Beta Code=murti/lwy
|Definition=<b class="b3">ζῷόν τι</b>, Hsch.
|Definition=ζῷόν τι, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυρτίλωψ]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ζῷόν τι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί [[ωστόσο]] η [[άποψη]] ότι ο τ. συνδέεται με τα <i>αἰγί</i>-<i>λωψ</i>, [[λῶπος]], [[λέπω]] «[[ξεφλουδίζω]]» και ερμηνεύεται ως «ζώο που ξεφλουδίζει τη [[μυρτιά]]»].
|mltxt=[[μυρτίλωψ]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ζῷόν τι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί [[ωστόσο]] η [[άποψη]] ότι ο τ. συνδέεται με τα <i>αἰγί</i>-<i>λωψ</i>, [[λῶπος]], [[λέπω]] «[[ξεφλουδίζω]]» και ερμηνεύεται ως «ζώο που ξεφλουδίζει τη [[μυρτιά]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρτίλωψ Medium diacritics: μυρτίλωψ Low diacritics: μυρτίλωψ Capitals: ΜΥΡΤΙΛΩΨ
Transliteration A: myrtílōps Transliteration B: myrtilōps Transliteration C: myrtilops Beta Code: murti/lwy

English (LSJ)

ζῷόν τι, Hsch.

Greek Monolingual

μυρτίλωψ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ζῷόν τι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι ο τ. συνδέεται με τα αἰγί-λωψ, λῶπος, λέπω «ξεφλουδίζω» και ερμηνεύεται ως «ζώο που ξεφλουδίζει τη μυρτιά»].