χαρίσιος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=charisios
|Transliteration C=charisios
|Beta Code=xari/sios
|Beta Code=xari/sios
|Definition=[<b class="b3">ῑ], α, ον,</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of thanksgiving]], ἕδνον <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>193</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[free]], χαρίσια [[free gifts]], <span class="bibl">Dam.<span class="title">Isid.</span>216</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> <b class="b3">χαρισία βοτάνη</b> [[love-plant]], used as a philtre, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>846b7</span>, Ps.-Plu.<span class="title">Fluv.</span>17.4. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">χ. πλακοῦς</b>, a sort of cake, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>202</span>; <b class="b3">πέττουσα τὸν χ</b>. (''[[sc.]]'' [[πλακοῦντα]]) <span class="bibl">Eub.2</span>, cf. <span class="bibl">Ath.15.668c</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">τὰ Χαρίσια</b> (''[[sc.]]'' [[ἱερά]]), = [[Χαριτήσια]], <span class="bibl">Eust.1843.24</span>.</span>
|Definition=[ῑ], α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of thanksgiving]], ἕδνον Call.''Fr.''193.<br><span class="bld">2</span> [[free]], χαρίσια [[free gifts]], Dam.''Isid.''216.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">χαρισία βοτάνη</b> [[love-plant]], used as a philtre, Arist.''Mir.''846b7, Ps.-Plu.''Fluv.''17.4.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">χ. πλακοῦς</b>, a sort of cake, Ar.''Fr.''202; <b class="b3">πέττουσα τὸν χ.</b> (''[[sc.]]'' [[πλακοῦντα]]) Eub.2, cf. Ath.15.668c.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">τὰ Χαρίσια</b> (''[[sc.]]'' [[ἱερά]]), = [[Χαριτήσια]], Eust.1843.24.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρίσιος Medium diacritics: χαρίσιος Low diacritics: χαρίσιος Capitals: ΧΑΡΙΣΙΟΣ
Transliteration A: charísios Transliteration B: charisios Transliteration C: charisios Beta Code: xari/sios

English (LSJ)

[ῑ], α, ον,
A of thanksgiving, ἕδνον Call.Fr.193.
2 free, χαρίσια free gifts, Dam.Isid.216.
3 χαρισία βοτάνη love-plant, used as a philtre, Arist.Mir.846b7, Ps.-Plu.Fluv.17.4.
II χ. πλακοῦς, a sort of cake, Ar.Fr.202; πέττουσα τὸν χ. (sc. πλακοῦντα) Eub.2, cf. Ath.15.668c.
III τὰ Χαρίσια (sc. ἱερά), = Χαριτήσια, Eust.1843.24.

German (Pape)

[Seite 1339] ὁ, eine Art Kuchen, Eubul. bei Ath. XV, 668 d, vgl. XIV, 646 c. zur χάρις gehörig, = χαριστήριος; Callim. frg. 193; χαρισία βοτάνη, Liebeskraut, Arist. mirab. 174; τὰ χαρίσια, sc. ἱερά = χαριτήσια.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu'on donne en signe de reconnaissance : τὸ χαρίσιον la plante d'amour, sorte de plante qui croissait sur le Taygète et dont les Lacédémoniennes usaient comme de philtre.
Étymologie: χάρις.

Russian (Dvoretsky)

χᾰρίσιος: полный любви: χαρισία βοτάνη Arst. = χαρίσιον; ὁ χ. πλακοῦς Arph. любовный пирог (род печенья).

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρίσιος: [ῑ], -α, -ον, = χαριστήριος, ἔδνον Καλλ. Ἀποσπ. 193· χαρίσια, δηλ. δῶρα, Σουΐδ. 2) χαρισία βοτάνη, «ἐν ὄρει Ταϋγέτῳ γίνεσθαι βοτάνην καλουμένην χαρισίαν, ἣν γυναῖκες ἔαρος ἀρχομένου τοῖς τραχήλοις περιάπτουσι, καὶ ὑπὸ τῶν ἀνδρῶν συμπαθέστερον ἐρῶνται» Ἀριστ. π. Θαυμασ. 163. ΙΙ. χ. πλακοῦς, εἶδος πλακοῦντος, πέμψω πλακοῦντ’ εἰς ἑσπέραν χαρίσιον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 6· ἐξεπήδησ’ ἀρτίως πέττουσα τὸν χαρίσιον (ἐξυπ. πλακοῦντα) Εὔβουλος ἐν «Ἀγκυλίωνι» 2, πρβλ. Ἀθήν. 668D. III. τὰ Χαρίσια (ἐξυπακ. ἱερά), = Χαριτήσια, πρβλ. 1843. 25.

Greek Monolingual

-ία, -ον, ΜΑ
το ουδ. ως ουσ. τὸ χαρίσιον
δώρο
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χάρη, ευχαριστήριος («Ζηνί τε καὶ Νεμέῃ τί χαρίσιον ἕδνον ὀφείλω», Καλλ.)
2. το αρσ. ως ουσ.χαρίσιος
α) (συν. σε συνεκφορά με το πλακοῦς) είδος γλυκίσματος
β) θεός στον οποίο προσέφεραν το δεύτερο ποτήρι σε συμπόσιο
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαρισία
(συν. σε συνεκφορά με το βοτάνη) είδος μαγικού βοτάνου
4. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαρίσια
(ενν. ιερά) τα χαριτήσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + κατάλ. -ίσιος, κατά το ἀφροδ-ίσιος].