μεγαλόφωνος: Difference between revisions
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=megalofonos | |Transliteration C=megalofonos | ||
|Beta Code=megalo/fwnos | |Beta Code=megalo/fwnos | ||
|Definition= | |Definition=μεγαλόφωνον,<br><span class="bld">A</span> [[loud-voiced]], Hp.''Epid.''6.4.19 (Sup.), Arist.''GA''787a12, ''Pr.''899a9: Comp. [[μεγαλοφωνότερος]] Luc.Bis Acc.11: Sup. [[μεγαλοφωνότατος]] D.S.11.34. Adv. [[μεγαλοφώνως]] Poll. 2.113, Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[τορόν]].<br><span class="bld">2</span> [[loud-talker]], [[bawler]], D.19.238.<br><span class="bld">3</span> [[grandiloquent]], Philostr.''VS''2.10.1; ποιητής Id.''Ep.''16; ὁ [[μεγαλοφωνότατος]], of [[Pindar]], Ath.13.564d; of [[Homer]], Luc.''Musc.Enc.''5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
μεγαλόφωνον,
A loud-voiced, Hp.Epid.6.4.19 (Sup.), Arist.GA787a12, Pr.899a9: Comp. μεγαλοφωνότερος Luc.Bis Acc.11: Sup. μεγαλοφωνότατος D.S.11.34. Adv. μεγαλοφώνως Poll. 2.113, Suid. s.v. τορόν.
2 loud-talker, bawler, D.19.238.
3 grandiloquent, Philostr.VS2.10.1; ποιητής Id.Ep.16; ὁ μεγαλοφωνότατος, of Pindar, Ath.13.564d; of Homer, Luc.Musc.Enc.5.
German (Pape)
[Seite 108] mit großer, starker, lauter Stimme; D. Sic. 11, 34; Luc. Merc. cond. 23; im compar., bis accus. 11; Plut. Cat. min. 5; καὶ ἀναιδεῖς, Schreier, Dem. 19, 238; im guten Sinne, vom erhabenen Ausdruck, Platon, Plut. plac. phil. 1, 7. – Adv., Schol. Aesch. Ag. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au langage élevé ou sublime.
Étymologie: μέγας, φωνή.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλόφωνος:
1 громогласный, обладающий громким голосом Arst.;
2 крикливый, горланящий (μ. καὶ ἀναιδής Dem.);
3 велеречивый, высокопарный (Πλάτων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόφωνος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλην φωνήν, Ἱππ. 1180G, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 7 κἑξ.· ἐπίθ. -ότατος Διόδ. 11. 34· ἐπίρρ. -νως, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 26, κτλ. 2) ὁ μεγαλοφώνως ὁμιλῶν, «φωνακλᾶς», Δημ. 415. 15. 3) μεγαλορρήμων, Φιλόστρ. 518· μεγαλοφωνότατος, ἐπὶ τοῦ Πινδάρου, Ἀθήν. 564D.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑM μεγαλόφωνος, -ον)
1. αυτός που έχει δυνατή φωνή, βροντόφωνος
2. αυτός που μιλάει δυνατά
αρχ.
(ιδίως για ποιητές) μεγαλήγορος, μεγαλοπρεπής («ὁ μεγαλοφωνότατος Πίνδαρος», Αθήν.).
επίρρ...
μεγαλοφώνως και -α (ΑM μεγαλοφώνως)
με μεγάλη, δυνατή φωνή, δυνατά («απήγγειλε μεγαλοφώνως», Παπαδιαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερόφωνος, φερέφωνος].
Greek Monotonic
μεγᾰλόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που διαθέτει δυνατή φωνη, σε Δημ.