ἐπαγγελτικός: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epaggeltikos | |Transliteration C=epaggeltikos | ||
|Beta Code=e)paggeltiko/s | |Beta Code=e)paggeltiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπαγγελτική, ἐπαγγελτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[given to promising]], <b class="b3">ἐπεκλήθη Δώσων</b> ὡς ἐ. Plu.''Aem.''8; also [λόγος] πρὸς τοὺς πολλοὺς ἐ. Phld.''Rh.''2.2.S., cf. Iamb.''Myst.''3.30. Adv. [[ἐπαγγελτικῶς]] Ath.Mech.15.9: Comp. -κώτερον, εἰπεῖν [[too professorially]], Arist.''Rh.''1398b30.<br><span class="bld">2</span> [[promised]], οὐ δύνασθαι τελεῖν τὸ ἐ. ἀργύριον ''SIG''832.7 (Epist. Hadr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπαγγελτική, ἐπαγγελτικόν,
A given to promising, ἐπεκλήθη Δώσων ὡς ἐ. Plu.Aem.8; also [λόγος] πρὸς τοὺς πολλοὺς ἐ. Phld.Rh.2.2.S., cf. Iamb.Myst.3.30. Adv. ἐπαγγελτικῶς Ath.Mech.15.9: Comp. -κώτερον, εἰπεῖν too professorially, Arist.Rh.1398b30.
2 promised, οὐ δύνασθαι τελεῖν τὸ ἐ. ἀργύριον SIG832.7 (Epist. Hadr.).
German (Pape)
[Seite 893] ή, όν, versprechend, der immer verspricht, aber Nichts hält, Plut. Aem. Paul. 8; ἐπαγγελτικώτερον εἰπών, mehr versprechend, d. i. kecker, Arist rhet. 2, 23
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui promet beaucoup;
2 présomptueux;
Cp. ἐπαγγελτικώτερος.
Étymologie: ἐπαγγέλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαγγελτικός:
1 склонный делать посулы, не скупящийся на обещания (ἐ. μὲν, οὐ τελεσιουργὸς δὲ τῶν ὑποσχέσεων Plut.);
2 претенциозный: ἐπαγγελτικώτερόν τι εἰπεῖν Arst. делать чрезмерно смелое заявление.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαγγελτικός: -ή, -όν, ἔχων συνήθειαν νὰ ἐπαγγέλληται, νὰ ὑπισχνῆται, ἐπεκλήθη δὲ (ὁ Ἀντίγονος) Δώσων, ὡς ἐπαγγελτικὸς μέν, οὐ τελεσιουργὸς δὲ τῶν ὑποσχέσεων Πλουτ. Αἰμιλ. Παῦλ. 8· ἐπαγγελτικώτερόν τι εἰπόντα, μετὰ ὑπερτόλμων διαβεβαιώσεων, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 11· -ἐπαγγελτικῶς, ὑποσχετικῶς, Γραμματ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐπαγγελτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει τη συνήθεια να δίνει υποσχέσεις
2. αυτός που γίνεται για επαγγελία, για υπόσχεση
3. ο επηγγελμένος, ο υπεσχημένος επιγρ..
επίρρ...
έπαγγελτικώς
με τρόπο υποσχετικό.