εἰδοποιία: Difference between revisions
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eidopoiia | |Transliteration C=eidopoiia | ||
|Beta Code=ei)dopoii/a | |Beta Code=ei)dopoii/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[formation]], [[structure]], <b class="b3">αἱ κατὰ μέρος εἰ</b>., opp. [[οἰκοδομία]], Ph.''Bel.''50.51: in sg., [[specific form]], Str.1.1.18.<br><span class="bld">2</span> Rhet., [[descriptive quality]], σχημάτων Longin.18.1.<br><span class="bld">3</span> Philos., [[production of forms]], Iamb.''Comm.Math.''14, Procl.''Inst.''144,157, Syrian. ''in Metaph.''86.1. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A formation, structure, αἱ κατὰ μέρος εἰ., opp. οἰκοδομία, Ph.Bel.50.51: in sg., specific form, Str.1.1.18.
2 Rhet., descriptive quality, σχημάτων Longin.18.1.
3 Philos., production of forms, Iamb.Comm.Math.14, Procl.Inst.144,157, Syrian. in Metaph.86.1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 formación, configuración ἡ τῶν ἀνειδέων ὑπεροχικὴ εἰ. Dion.Ar.DN 4.3
•carácter específico, forma específica de los distintos tipos de gobierno, Str.1.1.18
•esp. fil εἰ. περὶ τὴν ὑποκειμένην φύσιν de los compuestos, Iambl.Comm.Math.14, cf. Procl.Inst.157, οἱ θεοὶ ... διδόντες ... τούτοις ζωὴν καὶ εἰδοποιίαν καὶ τελειότητα Procl.Inst.144, τῶν κοσμικῶν στοιχείων Syrian.in Metaph.86.1.
2 dibujo, diseño ἐν ταῖς κατὰ μέρος εἰδοποιίαις op. οἰκοδομία Ph.Bel.50.51
•representación de figuras θεοῦ ... γραφὴ καὶ εἰ. ἐναποκειμένη τῇ πλακί ref. al decálogo, Clem.Al.Strom.6.16.133.
3 ret. carácter descriptivo σχημάτων de las figuras retóricas, Longin.18.1.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδοποιία: ἡ, ἡ ἰδιαιτέρα φύσις πράγματός τινος, περίστασις, ἀπεικόνισις, ὁμοίωσις, Στράβων 11· - οὕτως, εἰδοποίημα, τό, καὶ εἰδοποίησις, ἡ, Θεολ. Ἀριθμ. σελ. 9. 34, κτλ.
Greek Monolingual
η (Α εἰδοποιΐα)
νεοελλ.
η παραγωγή νέου κινητού πράγματος με επεξεργασία ή μετάπλαση υλικού που ανήκει σε άλλον
αρχ.
1. διαμόρφωση, κατασκευή
2. ειδική μορφή
3. (φιλοσ.) η παραγωγή ειδών ή μορφών
4. (ρητορ.) περιγραφική ικανότητα.
Middle Liddell
εἰδοποιΐα, ἡ, [from εἰδοποιός
the specific nature of a thing, Strab.