μετάπλαση
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μετάπλασις) μεταπλάθω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταπλάθω, μετασχηματισμός, μεταποίηση, μεταμόρφωση
2. γραμμ. (για λέξεις και ονόματα) μεταπλασμός
νεοελλ.
φρ. (γεωπ.) «μετάπλαση εδάφους» — εργασία η οποία γίνεται με σκοπό τη βελτίωση τών φυσικών και χημικών ιδιοτήτων του εδάφους με την προσθήκη μεταπλασμάτων, δηλ. διαφόρων ουσιών όπως ασβέστη, κομπόστας, άμμου κ.ά.