δοκιμαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz

Menander, Monostichoi, 271
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dokimastikos
|Transliteration C=dokimastikos
|Beta Code=dokimastiko/s
|Beta Code=dokimastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for [[scrutiny]], δύναμις <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>1.1.1</span>, cf. <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.64</span>, <span class="title">Theol.Ar.</span>52, [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Diog.Bab.Stoic.3.219</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[approvingly]], διακεῖσθαι <span class="title">Stoic.</span>3.160. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">-κόν, τό,</b> [[commission paid to an assayer]], PHib.29.24, al.</span>
|Definition=δοκιμαστική, δοκιμαστικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[scrutiny]], δύναμις Arr.''Epict.''1.1.1, cf. S.E.''M.''1.64, ''Theol.Ar.''52, [[varia lectio|v.l.]] in Diog.Bab.Stoic.3.219. Adv. [[δοκιμαστικῶς]] = [[approvingly]], διακεῖσθαι ''Stoic.''3.160.<br><span class="bld">II</span> [[δοκιμαστικόν]], τό, [[commission paid to an assayer]], PHib.29.24, al.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοκῐμαστικός Medium diacritics: δοκιμαστικός Low diacritics: δοκιμαστικός Capitals: ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dokimastikós Transliteration B: dokimastikos Transliteration C: dokimastikos Beta Code: dokimastiko/s

English (LSJ)

δοκιμαστική, δοκιμαστικόν,
A of or for scrutiny, δύναμις Arr.Epict.1.1.1, cf. S.E.M.1.64, Theol.Ar.52, v.l. in Diog.Bab.Stoic.3.219. Adv. δοκιμαστικῶς = approvingly, διακεῖσθαι Stoic.3.160.
II δοκιμαστικόν, τό, commission paid to an assayer, PHib.29.24, al.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que examina, que contrasta, δύναμις ref. a la autenticidad de las monedas, Arr.Epict.1.7.7
que prueba, probatorio τὸ κριτήριον S.E.M.7.27, 64, κανών S.E.M.8.3, ποταμοῦ πυρὸς ... δοκιμαστοῦ τῶν ἀνθρώπων Cyr.H.Catech.15.21.
2 que aprueba, aprobatorio δύναμις op. ἀποδοκιμαστική Arr.Epict.1.1.1, cf. Theol.Ar.52, Sud.s.u. διατιμητικός.
3 subst. τὸ δ. tasa de verificación pagada al verificador de moneda por el examen y aprobación de las piezas BGU 2380.7, PTeb.701re.1.42, UPZ 156.13, PHib.110.30 (todos III a.C.).
II adv. -ῶς
1 a modo de prueba, de manera probatoria por medio de sufrimientos, Diad.Perf.95.
2 de manera aprobatoria, con aprobación πρὸς ἀλλήλους διακεῖσθαι καὶ φιλικῶς καὶ δ. Chrysipp.Stoic.3.160.

German (Pape)

[Seite 653] = δοκιμαστήριος, Suid. – Adv. bei Stob.

Russian (Dvoretsky)

δοκῐμαστικός: пригодный для оценки или подлежащий оценке Sext.

Greek (Liddell-Scott)

δοκιμαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἔρευναν, Στωικ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2. 154.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δοκιμαστικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δοκιμασία, γίνεται για δοκιμασία, ο κατάλληλος για δοκιμήδοκιμαστικός σωλήνας, δοκιμαστική βολή»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στην έρευνα, είναι κατάλληλος για έρευνα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δοκιμαστικόν
αμοιβή δοκιμαστή.