ἐπιτελεστικός: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epitelestikos | |Transliteration C=epitelestikos | ||
|Beta Code=e)pitelestiko/s | |Beta Code=e)pitelestiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιτελεστική, ἐπιτελεστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[capable of effecting one's purpose]], Arist.''Phgn.''813b21, cf. Chrysipp.Stoic.3.123; [[for fulfilment]], ἐ.τῶν εὐχῶν θυσία [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[τεληέσσας]]: Sup., Sch.Il.8.247.<br><span class="bld">II</span> [[capable of celebrating]], μυστηρίων Ptol. ''Tetr.''72. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπιτελεστική, ἐπιτελεστικόν,
A capable of effecting one's purpose, Arist.Phgn.813b21, cf. Chrysipp.Stoic.3.123; for fulfilment, ἐ.τῶν εὐχῶν θυσία Hsch. s.v. τεληέσσας: Sup., Sch.Il.8.247.
II capable of celebrating, μυστηρίων Ptol. Tetr.72.
German (Pape)
[Seite 990] ή, όν, vollendend, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτελεστικός:
1 завершающий Arst.;
2 крепкий, сильный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτελεστικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἐπιτέλεσιν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 56.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐπιτελεστικός, -ή, -όν) επιτέλεσις
αυτός που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην πραγματοποίηση του ποθούμενου
αρχ.
1. ενεργητικός («ὅσοι δὲ τῶν μικρῶν ὑγραῑς σαρξὶ κεχρημένοι εἰσί, καὶ χρώμασι διὰ ψυχρότητα, γίγνονται ἐπιτελεστικοί», Αριστοτ.)
2. ο κατάλληλος για πανηγυρισμό.