κορακοειδής: Difference between revisions

From LSJ

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=korakoeidis
|Transliteration C=korakoeidis
|Beta Code=korakoeidh/s
|Beta Code=korakoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like a raven]], [[of raven kind]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>488b5</span>:—also κορᾰκώδης, ες, <span class="bibl">Id.<span class="title">GA</span>756b21</span>, <span class="bibl"><span class="title">PA</span>662b7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[like a crow's beak]], <b class="b3">ἀπόφυσις τῆς ὠμοπλάτης</b> Gal <span class="title">UP</span>13.12, cf. eund.2.275.</span>
|Definition=κορακοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[like a raven]], [[of raven kind]], Arist.''HA''488b5:—also [[κορακώδης]], ες, Id.''GA''756b21, ''PA''662b7.<br><span class="bld">2</span> [[like a crow's beak]], <b class="b3">ἀπόφυσις τῆς ὠμοπλάτης</b> Gal ''UP''13.12, cf. eund.2.275.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορᾰκοειδής Medium diacritics: κορακοειδής Low diacritics: κορακοειδής Capitals: ΚΟΡΑΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: korakoeidḗs Transliteration B: korakoeidēs Transliteration C: korakoeidis Beta Code: korakoeidh/s

English (LSJ)

κορακοειδές,
A like a raven, of raven kind, Arist.HA488b5:—also κορακώδης, ες, Id.GA756b21, PA662b7.
2 like a crow's beak, ἀπόφυσις τῆς ὠμοπλάτης Gal UP13.12, cf. eund.2.275.

German (Pape)

ές, rabenartig; ὄρνιθες Arist. H.A. 1.1; Galen.

Russian (Dvoretsky)

κορᾰκοειδής: похожий на ворона, вороновый (ὄρνιθες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κορᾰκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κόρακα, ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ κόρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 1, 30· οὕτω κορᾰκώδης, ες, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 6, 3, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 15. 2) ὅμοιος πρὸς τὸ ῥάμφος κόρακος, Γαλην. 2. 275.

Greek Monolingual

ές (ΑM κορακοειδής, -ές και κορακώδης, -ες)
αυτός που μοιάζει με κόρακα
νεοελλ.
1. αγκιστροειδής
2. φρ. «κορακοειδής απόφυση»
ανατ. προεξοχή του άνω χείλους του οστού της ωμοπλάτης στην οποία προσφύονται πολλοί μύες και σύνδεσμοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + -ειδής (< εἶδος). Ως επιστημον. όρος η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. coracoid].