διχασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dichasmos
|Transliteration C=dichasmos
|Beta Code=dixasmo/s
|Beta Code=dixasmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[division into two parts]], Aq.<span class="title">De.</span>14.6. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[division by two]], <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Ar.</span>1.10</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[payment in two instalments]], dub. in Ἀρχ.Ἐφ. <span class="bibl">1917.133</span> (Perrhaebia).</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[division into two parts]], Aq.''De.''14.6.<br><span class="bld">2</span> [[division by two]], Nicom.''Ar.''1.10.<br><span class="bld">II</span> [[payment in two instalments]], dub. in Ἀρχ.Ἐφ. 1917.133 (Perrhaebia).
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχασμός Medium diacritics: διχασμός Low diacritics: διχασμός Capitals: ΔΙΧΑΣΜΟΣ
Transliteration A: dichasmós Transliteration B: dichasmos Transliteration C: dichasmos Beta Code: dixasmo/s

English (LSJ)

ὁ,
A division into two parts, Aq.De.14.6.
2 division by two, Nicom.Ar.1.10.
II payment in two instalments, dub. in Ἀρχ.Ἐφ. 1917.133 (Perrhaebia).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 división en dos partes δεδιχασμένον διχασμῷ Aq.De.14.6, cf. Hdn.Epim.19, Ephr.Syr. en Phot.Bibl.247b5, Eust.857.49
rotura, rasgadura en dos τοῦ διαπετάσματος Ath.Al.M.28.997B.
2 mat. división entre dos τὸν διχασμὸν ἐπιδεχόμενος εἰς τὰ μέρη Nicom.Ar.1.10, cf. Theol.Ar.54.
3 dud., quizá pago en dos plazos o bien reducción a la mitad del montante de un impuesto de manumisión Ἀρχ.Ἐφ. 1917.113.n.325 (Perrebia III d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

διχασμός: -οῦ, ὁ, διαίρεσις εἰς δύο, Νικόμ. 80.

Greek Monolingual

ο (AM διχασμός) διχάζω
διαίρεση σε δύο μέρη, διχοτόμηση
νεοελλ.
1. διχογνωμία, διαφωνία, διαίρεση σε δύο αντίπαλες παρατάξεις («διχασμός κόμματος»)
2. φρ. «διχασμός προσωπικότητας» — διαταραχή κατά την οποία γεγονότα που σχηματίζονται στον εγκέφαλο θεωρούνται από τον πάσχοντα ότι συμβαίνουν έξω απ' τον εαυτό του ή κατά την οποία ο ασθενής αισθάνεται ότι συνυπάρχουν εντός του δύο
αρχ.
1. διαίρεση διά δύο
2. πληρωμή σε δύο δόσεις.

German (Pape)

ὁ, die Teilung, Hälfte, Sp.