ἰσάτις: Difference between revisions
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=isatis | |Transliteration C=isatis | ||
|Beta Code=i)sa/tis | |Beta Code=i)sa/tis | ||
|Definition=ιδος, | |Definition=ιδος, Hp.''Ulc.''11, ''Michel''832 (Samos, iv B.C.) (but -ιος Hp. ''Aff.''38, -εως ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''101.12): ἡ:—a plant producing a dark blue dye, [[woad]], Lat. [[Isatis tinctoria]], Hp. ll.cc., [[Theophrastus]] ''Sens.''77, Dsc.2.184, Plin.''HN''20.59. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
ιδος, Hp.Ulc.11, Michel832 (Samos, iv B.C.) (but -ιος Hp. Aff.38, -εως POxy.101.12): ἡ:—a plant producing a dark blue dye, woad, Lat. Isatis tinctoria, Hp. ll.cc., Theophrastus Sens.77, Dsc.2.184, Plin.HN20.59.
German (Pape)
[Seite 1263] ιδος, ἡ, eine Pflanze, Waid, isatis tinctoria, zum Blaufärben, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσάτις: -ιδος, ἡ, φυτόν τι ἐξ οὗ γίνεται βαφὴ βαθέος κυανοῦ χρώματος, Λατ. isatis tinctoria, κοινῶς «λουλάκι», Ἱππ. 874Η, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 77, Διοσκ. 2. 216.
Greek Monolingual
η (Α ἰσάτις, -ιδος και -ιος και -εως)
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας βρασσικίδες
αρχ.
είδος φυτού από τα φύλλα του οποίου γίνεται βαφή με βαθύ γαλάζιο χρώμα, πιθανότατα η ίσατις η βαφική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τ. που δηλώνουν το ίδιο είδος φυτού (πρβλ. λατ. vitrum, αρχ. άνω γερμ. weit, αγγλοσαξ. wād). Ίσως πρόκειται για δάνειες λέξεις που έχουν την ίδια προέλευση].
Frisk Etymological English
-ιδος, -ιος, -εως
Grammatical information: f.
Meaning: name of a blue-colouring plant woad, Isatis tinctoria (Hp., Thphr., Samos IVa);
Derivatives: ἰσατώδης woad-like (Hp., Aret.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One adduced Lat. vitrum id. and OHG weit, OE wād woad, further MLat. waisda (Prellwitz2 s. v.); these seem too far off. Cf. W.-Hofmann s. 2. vitrum; see Schwyzer 314 a. 506.
Frisk Etymology German
ἰσάτις: -ιδος, -ιος, -εως
{isátis}
Grammar: f.
Meaning: N. einer blaufärbenden Pflanze Waid, Isatis tinctoria (Hp., Thphr., Samos IVa usw.);
Derivative: davon ἰσατώδης waidähnlich (Hp., Aret.).
Etymology : Eine sehr entfernte Ähnlichkeit zeigen lat. vitrum ib. und ahd. weit, ags. wād ‘Waid’, wozu noch mlat. waisda u. a. (Prellwitz2 s. v.); sie läßt sich vielleicht durch Entlehnungen aus einer gemeinsamen unbekannten Quelle erklären. Vgl. Bq s. v., WP. 1, 236, W.-Hofmann s. 2. vitrum m. Lit.; auch Schwyzer 314 u. 506.
Page 1,736