Τερψιχόρη: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Terpsichori
|Transliteration C=Terpsichori
|Beta Code=*teryixo/rh
|Beta Code=*teryixo/rh
|Definition=ἡ, Dor. and Att. Τερψῐ-χόρᾱ <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>2.7</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>259c</span>, cf. <span class="bibl">Choerob.<span class="title">in Theod.</span>2.42</span> H.:—<span class="title">Terpsichore.</span> the Muse of the dance, <span class="bibl">Hes. <span class="title">Th.</span>78</span>, etc. <span class="sense"><span class="bld">2</span> Pythag. name of <span class="bibl">9</span>, <span class="title">Theol.Ar.</span>58.</span>
|Definition=ἡ, Dor. and Att. [[Τερψιχόρα]] Pi.''I.''2.7, Pl.''Phdr.''259c, cf. Choerob.''in Theod.''2.42 H.:—[[Terpsichore]]. the Muse of the dance, Hes. ''Th.''78, etc.<br><span class="bld">2</span> Pythag. name of 9, ''Theol.Ar.''58.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τερψῐχόρη Medium diacritics: Τερψιχόρη Low diacritics: Τερψιχόρη Capitals: ΤΕΡΨΙΧΟΡΗ
Transliteration A: Terpsichórē Transliteration B: Terpsichorē Transliteration C: Terpsichori Beta Code: *teryixo/rh

English (LSJ)

ἡ, Dor. and Att. Τερψιχόρα Pi.I.2.7, Pl.Phdr.259c, cf. Choerob.in Theod.2.42 H.:—Terpsichore. the Muse of the dance, Hes. Th.78, etc.
2 Pythag. name of 9, Theol.Ar.58.

French (Bailly abrégé)

v. Τερψιχόρα.

Greek (Liddell-Scott)

Τερψιχόρη: ἡ, Δωρικ. -χόρᾱ Πινδ. Ι. 2. 12, ὡς καὶ παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 259C, πρβλ. Α. Β. 1173 - ἡ ἐπὶ τοῖς χοροῖς τερπομένη, μία τῶν ἐννέα Μουσῶν, Ἡσ. Θ. 78 κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, δωρ. και αττ. τ. Τερψιχόρα Α
μυθ. μία από τις εννέα Μούσες, κόρη του Διός και της Μνημοσύνης, που ήταν προστάτιδα τών ασμάτων και της ορχηστρικής τέχνης και η οποία είχε ως σύμβολα τη λύρα και τον αυλό
αρχ.
το θηλ. πυθαγόρεια ονομασία του αριθμού 9.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. τερψι- του τέρπω, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + -χόρη (< χορός)].

Greek Monotonic

Τερψιχόρη: Δωρ. -χόρᾱ, ἡ, αυτή που διασκεδάζει με τους χορούς, μια από τις εννέα Μούσες, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

Τερψι-χόρη, δοριξ Τερψι-χόρᾱ, ἡ,
Terpsichore, dance-enjoying, one of the nine Muses, Hes.