ἀστεροειδής: Difference between revisions
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asteroeidis | |Transliteration C=asteroeidis | ||
|Beta Code=a)steroeidh/s | |Beta Code=a)steroeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀστεροειδές,<br><span class="bld">A</span> [[star-like]], Ph.1.20,633 (Sup.), Plu.2.933e. Adv. [[ἀστεροειδῶς]] Dsc.1.19.<br><span class="bld">II</span> [[starred]], [[starry]], E.''Fr.''114 ap.Ar.''Th.''1067. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀστεροειδές,
A star-like, Ph.1.20,633 (Sup.), Plu.2.933e. Adv. ἀστεροειδῶς Dsc.1.19.
II starred, starry, E.Fr.114 ap.Ar.Th.1067.
Spanish (DGE)
-ές
I 1estrellado ἀστεροειδέα νῶτα ... αἰθέρος ἱερᾶς E.Fr.114.
2 semejante a las estrellas φύσεις Ph.1.20, αὐγαί Ph.1.633, σῶμα Plu.2.933e.
II adv. -ῶς de manera semejante a una estrella ὁ δὲ δεδολωμένος ἐπιπλεῖ ... διαχεόμενος ἀ. Dsc.1.19.
German (Pape)
[Seite 375] ές, sternenähnlich, Plut.; gestirnt, voll Sterne, αἰθήρ Eur. Andr. frg. 28, 3; vgl. Ar. Th. 1066.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 semblable à une étoile, astéroïde;
2 étoilé.
Étymologie: ἀστήρ, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
ἀστεροειδής:
1 звездообразный (σῶμα πύρινον καὶ ἀστεροειδές Plut.);
2 звездный (αἰθήρ Eur., Arph.; οὐρανός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστεροειδής: -ές, ὅμοιος ἀστέρι, Πλούτ. 2. 933Ε. - Ἐπίρρ. -δῶς Διοσκ. 1. 18. ΙΙ. πλήρης ἀστέρων, ἀστερώδης, Εὐρ. (Ἀποσπ. 114) παρ’ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1067.
Greek Monolingual
-ές (AM ἀστεροειδής, -ές)
ο όμοιος με αστέρα
νεοελλ.
ο γεμάτος αστέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ (-έρος) + -ειδής < είδος].