Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπίμοχθος: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epimochthos
|Transliteration C=epimochthos
|Beta Code=e)pi/moxqos
|Beta Code=e)pi/moxqos
|Definition=ον, [[toilsome]], ἀρετά <span class="bibl">B.1.71</span>, cf. <span class="bibl">Man. 4.248</span>: gloss on [[πόνηρος]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>383</span>; γῆ <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>17</span>. Adv. <b class="b3">-θως</b> [[with toil]], <span class="bibl">App.<span class="title">Pun.</span>72</span>; so neut., <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Wi.</span>15.7</span>.
|Definition=ἐπίμοχθον, [[toilsome]], ἀρετά B.1.71, cf. Man. 4.248: ''Glossaria'' on [[πόνηρος]], Sch.Ar.''Pax''383; γῆ Hp.''Ep.''17. Adv. [[ἐπιμόχθως]] = [[with toil]], App.''Pun.''72; so neut., [[LXX]] ''Wi.''15.7.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμοχθος Medium diacritics: ἐπίμοχθος Low diacritics: επίμοχθος Capitals: ΕΠΙΜΟΧΘΟΣ
Transliteration A: epímochthos Transliteration B: epimochthos Transliteration C: epimochthos Beta Code: e)pi/moxqos

English (LSJ)

ἐπίμοχθον, toilsome, ἀρετά B.1.71, cf. Man. 4.248: Glossaria on πόνηρος, Sch.Ar.Pax383; γῆ Hp.Ep.17. Adv. ἐπιμόχθως = with toil, App.Pun.72; so neut., LXX Wi.15.7.

German (Pape)

[Seite 964] = ἐπίπονος, Sp., z. B. βίος Maneth. 4, 248. – Adv., App. Pun. 72.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμοχθος: -ον, πλήρης μόχθων, κοπιαστικός, ὡς τὸ ἐπίπονος, Μανέθων 4. 248, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 384. ― Ἐπίρρ. -θως, μετὰ κόπου, Ἀππ. Καρχηδ. 72· οὕτως οὐδ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 7).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίμοχθος, -ον) μόχθος
(για εργασία) αυτός που απαιτεί την καταβολή πολλού μόχθου, επίπονος, πολύ κοπιαστικός
αρχ.-μσν.
1. (για πρόσωπα) δραστήριος, αυτός που εργάζεται πολύ σκληρά
2. γεμάτος μόχθους, εκείνος τον οποίο ανέχεται ή διάγει κανείς με μεγάλη δυσκολία («τὴν ἐπίμοχθον ταύτην ζωήν»)
3. επώδυνος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίμοχθον
η εργατικότητα, η δραστηριότητα.